Τα επίπεδα των αντισωμάτων στο αίμα των ασθενών που αναρρώνουν από τη νόσο COVID-19 μειώνονται γρήγορα τις εβδομάδες μετά την εκκαθάριση του ιού από τον οργανισμό και την υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό mBio της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας.
Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα για τη θεραπεία με πλάσμα αίματος από αναρρώσαντες ασθενείς, αφού θα πρέπει να συλλέγεται το αίμα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στη φάση της ανάρρωσης τους.
Ωστόσο, σύμφωνα με όσα ισχύουν μέχρι σήμερα, η δωρεά αίματος από τους αναρρώσαντες επιτρέπεται αφότου έχουν περάσει τουλάχιστον 14 ημέρες από την υποχώρηση των συμπτωμάτων, ώστε να έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα για να έχει «καθαρίσει» ο οργανισμός από τα μικροσωματίδια του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2.
Με ελάχιστες θεραπείες να είναι αποτελεσματικές έναντι της COVID-19 σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, χορηγείται σε βαρέως νοσούντες πλάσμα αίματος από αναρρώσαντες ασθενείς, διότι περιέχει αντισώματα που μπορούν να καταπολεμήσουν τον κορωνοϊό. Από τα προκαταρκτικά αποτελέσματα πολλών κλινικών δοκιμών έχει διαφανεί ότι το πλάσμα αίματος μπορεί να μειώσει τη σοβαρότητα της λοίμωξης και να μειώσει τον χρόνο της νοσηλείας.
Όπως όμως εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής της καναδικής μελέτης, Αντρες Φινζι από το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ «δεν θέλουμε να μεταγγίσουμε τον ιό από τον έναν ασθενή στον άλλον. Θέλουμε μόνο να μεταγγίσουμε τα αντισώματα. Αλλά, η μελέτη μας δείχνει ότι η ικανότητα του πλάσματος να εξουδετερώσει τα σωματίδια του ιού μειώνεται ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της ανάρρωσης».
Και προσθέτει ότι «η πρωτεΐνη ακίδα S παίζει καίριο ρόλο στην προσπάθεια του ιού να εισχωρήσει στα κύτταρα του ξενιστή. Τα αντισώματα παράγονται από το ανοσοποιητικό και προσδένονται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της πρωτεΐνης S μπλοκάροντας την ικανότητα της “κουμπώσει” στα κύτταρα του ξενιστή».
Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι τα αντισώματα για την πρωτεΐνη S κορυφώνονται δύο με τρεις εβδομάδες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Ξεχωριστή μελέτη της ομάδας του Δρ Φινζι σε δείγμα 100 ασθενών έχει συμπεράνει ότι η ικανότητα του πλάσματος να εξουδετερώνει τον ιό μειώνεται σημαντικά μεταξύ τριών και έξι εβδομάδων μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων.
Στη νέα μελέτη ο καθηγητής και οι συνεργάτες του ανέλυσαν δείγματα αίματος που είχαν συλλεχθεί μετά την πάροδο ενός μηνός από 31 άτομα που ανάρρωναν από τη λοίμωξη COVID-19. Μέτρησαν τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών που δρουν κατά της πρωτεΐνης S και έλεγξαν την ικανότητά των αντισωμάτων να εξουδετερώσουν τον ιό.
Όπως διαπίστωσαν υπήρχαν διακυμάνσεις μεταξύ μεμονωμένων ασθενών αλλά η γενική εικόνα έχει ως εξής: Τα επίπεδα των ανοσοσφαιρινών G, A και Μ που στοχεύουν το σημείο πρόσδεσης μειώνονταν μεταξύ έξι και δέκα εβδομάδων μετά την εκδήλωσης των συμπτωμάτων. Την ίδια περίοδο, η ικανότητα των αντισωμάτων να εξουδετερώνουν τον ιό επίσης μειωνόταν.