Παναγιώτα Καρλατήρα
Μαίρη Μπιμπή
Φόβοι για μικροπολιτική εκμετάλλευση των ασθενών με επίκεντρο τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη ενόψει εκλογών -και της παροχολογίας που τις συνοδεύουν ως είθισται- εκφράζονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι από τον κλάδο του φαρμάκου που φοβούνται ότι, τόσο το κυβερνών όσο και τα λοιπά κόμματα, θα υποσχεθούν μείωση της οικονομικής επιβάρυνσης των ασθενών για την αγορά φαρμάκων στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής τους, επιβαρύνοντας σε βάθος χρόνου ακόμα περισσότερο τις φαρμακευτικές εταιρείες, μέσω αυξημένων υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων.
Είναι ενδεικτικό ότι το υπουργείο Υγείας στον προϋπολογισμό του 2019 έχει ήδη ανακοινώσει μείωση συμμετοχής στα φάρμακα για ειδικές κατηγορίες χρονίων παθήσεων (ψωρίαση, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου) και δωρεάν χορήγηση στους ογκολογικούς ασθενείς όλων των συμπληρωματικών φαρμάκων που σχετίζονται με τη θεραπεία και τις παρενέργειες της.
Ποια είναι τελικά η συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα;
Ο κλάδος Φαρμάκου υποστηρίζει ότι, αν και η συμμετοχή των Ελλήνων πολιτών στη φαρμακευτική δαπάνη είναι χαμηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου, κατά περιόδους στατιστικά στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας δείχνουν ότι από 15% που ήταν προ κρίσης το ποσοστό αυτό έχει φτάσει στο 30%, όπως υποστηρίζει ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, ενώ οι φαρμακοποιοί ανεβάζουν το ποσοστό στο 32%.
Πάντως, για το 2018 σύμφωνα με στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού και της ΗΔΙΚΑ Α.Ε. που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) η συμμετοχή των ασφαλισμένων στην εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε στο 17,5% (625 εκατ. ευρώ).
Στον κρατικό προϋπολογισμό, η καθαρή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είχε καθοριστεί για το 2018 στα 1,945 δισ. ευρώ, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες λόγω υπέρβασης του προαναφερόμενου ποσού καλούνται να καταβάλλουν clawback (υποχρεωτικές επιστροφές) και rebate (εκπτώσεις) 1,4 δισ. ευρώ – 900 εκατ. ευρώ οι επιστροφές και 500 εκατ. ευρώ οι εκπτώσεις.
Να σημειωθεί ότι το 2017 η φαρμακοβιομηχανία συμμετείχε με 1,03 δισ. ευρώ στη φαρμακευτική δαπάνη και με 866 εκατ. ευρώ οι ασφαλισμένοι (το 50% της συνολικής εξω-νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης).
Διαφορετική οπτική
Το πρόβλημα με τη διάσταση απόψεων σε ότι αφορά τα ποσοστά συμμετοχής των ασφαλισμένων στην εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη ξεκινά από το γεγονός ότι, για παράδειγμα το υπουργείο Υγείας δεν διαχωρίζει δημόσια και ιδιωτική δαπάνη, ενώ οι επιχειρήσεις του φαρμάκου και οι οικονομικοί αναλυτές μετρούν μόνο την επιβάρυνση του ασθενή ως προς τη δημόσια δαπάνη.
Σύμφωνα με τα οικονομικά μοντέλα, η συμμετοχή των ασφαλισμένων στην εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διακρίνεται:
α) στη θεσμοθετημένη συμμετοχή (0%, 10% και 25% ανάλογα με την θεραπευτική κατηγορία)
β) στην επιβάρυνση από τη διαφορά λιανικής τιμής και τιμής αποζημίωσης από τον ασφαλιστικό φορέα.
Βάσει αυτών, η θεσμοθετημένη συμμετοχή των Ελλήνων στη φαρμακευτική δαπάνη ήταν για το 2018 364 εκατ. ευρώ και η επιβάρυνσή τους από τη διαφορά λιανικής και ασφαλιστικής τιμής ήταν 261 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, υπάρχει και η ιδιωτική δαπάνη που αφορά σε Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ), σε σκευάσματα που είναι στην Αρνητική Λίστα Φαρμάκων (δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ) και η επιλογή του ασθενή να πληρώσει μόνος του όλη την αξία ενός φαρμάκου ακόμα κι αν είναι συνταγογραφούμενο, είτε γιατί αυτό είναι πολύ φθηνό, είτε γιατί δεν θέλει να ταλαιπωρηθεί κλείνοντας ραντεβού με γιατρό ΕΟΠΥΥ για να του το συνταγογραφήσει, είτε γιατί πρόκειται π.χ. για εμβόλια που δεν αποζημιώνονται. Οι ιδιωτικές αυτές πληρωμές διαμορφώνονται ως εξής: για τα ΜΗΣΥΦΑ καταβλήθηκαν 265 εκατ. ευρώ, για τα φάρμακα της αρνητικής λίστας 115 εκατ. ευρώ και τα φάρμακα που κατ΄επιλογή των ασφαλισμένων πληρώθηκαν εξ ολοκλήρου από αυτούς ανήλθαν σε 635 εκατ. ευρώ.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες θεωρούν ότι σκοπίμως στη συμμετοχή του ασθενή στη εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των προαναφερόμενων κατηγοριών πληρωμών και έτσι παρουσιάζεται αυξημένη η συμμετοχή των ασθενών. Όμως, υποστηρίζουν ότι αν υπολογιστεί μόνο η θεσμοθετημένη και η επιβάρυνση από τη διαφορά λιανικής τιμής και αποζημίωσης, τότε προκύπτει το πραγματικό ποσοστό οικονομικής επιβάρυνση των ασθενών, στην προκειμένη περίπτωση για το 2018, 17,5% και όχι 30% ή 32% κατά το υπουργείο Υγείας και τους φαρμακοποιούς.
Πάγιο αίτημα η αύξηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης
Παρά το γεγονός ότι το τα τελευταία χρόνια δεν έχει αυξηθεί ο αριθμός των ασθενών και η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει σταθερή, παρατηρείται μια σταθερή στροφή προς ακριβότερες θεραπείες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα αυξημένα clawback και rebate που καλούνται να καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες λόγω των υπερβάσεων του προϋπολογισμού που προκαλεί η συνταγογράφηση καινοτόμων και ακριβότερων θεραπειών.
Ο κλάδος του φαρμάκου με κάθε ευκαιρία τονίζει την ανάγκη αύξησης του προϋπολογισμού για τα φάρμακα, κατά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ, παράλληλα με τη λήψη άλλων μέτρων, όπως ο έλεγχος της ζήτησης, η οριοθέτηση της σχέσης γιατρού-ασθενή, η εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων, τα Μητρώα Ασθενών και ο έλεγχος των προωθητικών πρακτικών των ίδιων των εταιρειών.
«Κοινωνική πολιτική με ξένες πλάτες»
Το υπουργείο Υγείας παραδέχεται μεν με κάθε δυνατή ευκαιρία την ανεπάρκεια του ποσού για τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών των ασθενών, αλλά στο μεσοδιάστημα κάνει κοινωνική πολιτική με ξένες πλάτες, όπως λένε χαρακτηριστικά από τις φαρμακευτικές εταιρίες.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τον ΣΦΕΕ «η ενίσχυση το 2019 κατά 190 εκατ. ευρώ της δημόσιας δαπάνης για το νοσοκομειακό φάρμακο προέρχεται αποκλειστικά από τα ποσά που επιστρέφουν οι φαρμακευτικές εταιρείες με τη μορφή clawback. Μέσω του ιδίου μηχανισμού πληρωμών γίνεται και η κάλυψη των ανασφάλιστων με 205 εκατ. ευρώ».