Σε αχαρτογράφητα νερά κινούνται για μια ακόμη φορά οι φαρμακευτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, καθώς το Υπουργείο Υγείας δεν τις έχει ακόμη ενημερώσει για το συνολικό «χαράτσι» που θα πρέπει να πληρώσουν ώστε να καλύψουν το κενό που υπάρχει στη δαπάνη για τα φάρμακα των Ελλήνων πολιτών. Όπως είναι γνωστό, περισσότερα από τα μισά ποσά που χρειάζονται ώστε να αποζημιώνονται οι πολίτες για τα φάρμακά τους, τα καταβάλλουν σε ένα βαθμό οι ίδιοι και πολύ περισσότερο οι φαρμακευτικές εταιρείες μέσω των επιστροφών (rebate και clawback).
Μάλιστα όσον αφορά στα νοσοκομειακά φάρμακα για τα οποία οι πολίτες δεν πληρώνουν τίποτα και απαιτούνται περί το 1,2 δισ. ευρώ, οι φαρμακευτικές καλούνται να πληρώσουν περίπου τα 2/3. Όμως ακόμη το Υπουργείο Υγείας δεν τους έχει γνωστοποιήσει ποιο θα είναι το ποσό αυτό για την κάθε φαρμακευτική, αν κι έχει δεσμευτεί ότι μέσα σε ένα μήνα αυτό θα γίνει.
Οι φαρμακευτικές εκτιμούν θετικά την απόφαση του Υπουργού Υγείας Θάνου Πλεύρη να αυξήσει τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη με 50 εκατ. ευρώ για το 2022 και 150 εκατ. ευρώ για το 2023, με βάση τις δεσμεύσεις του έναντι του ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Όμως την ίδια στιγμή ανησυχούν για τις επικείμενες επιβαρύνσεις και τις εκπλήξεις που μπορεί να υπάρχουν.
Σύμφωνα μάλιστα με πληροφορίες, χθες 25 Απριλίου, εστάλη επιστολή από το Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), τονίζοντας το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της καθυστέρησης έκδοσης των σημειωμάτων clawback από τον ΕΟΠΥΥ και τα Νοσοκομεία. Μάλιστα σημειώνουν ότι είναι η πρώτη φορά, στη δεκαετή εισαγωγή του μέτρου του clawback, που παρατηρείται τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση των σημειωμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, το τελευταίο σημείωμα από τον ΕΟΠΥΥ ελήφθη από τις φαρμακευτικές εταιρείες τον Ιούνιο του 2022 και αφορούσε σε επιστροφές του έτους 2021. Στο ενδιάμεσο διάστημα, έχουν συμβεί σημαντικές μεταβολές στη δαπάνη και στην κατανομή του δημόσιου προϋπολογισμού για τα φάρμακα καθώς και μετατοπίσεις βαρών μεταξύ των κατηγοριών που επηρεάζουν σημαντικά τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών.
«Είναι γεγονός ότι η αναδρομική ισχύς των διαπραγματεύσεων σε συνδυασμό με την καθυστέρηση έκδοσης των ΦΕΚ, εντείνουν την πολυπλοκότητα των υπολογισμών σε μεγάλο βαθμό. Η καθυστέρηση έκδοσης των σημειωμάτων, έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία τεκμηριωμένης πρόβλεψης και κατ΄ επέκταση της αδιαφάνειας ενώ παράλληλα επηρεάζει την καθημερινή επιχειρηματική λειτουργία. Αυτή η αδιαφάνεια προκαλεί έντονη δυσφορία και ανασφάλεια στις τοπικές και διεθνείς διοικήσεις των εταιρειών – μελών», αναφέρει εκπρόσωπος της αγοράς.
Μάλιστα ο ΣΦΕΕ φέρεται στην επιστολή να προτείνει τα εξής:
• Να περιοριστεί η αναδρομικότητα των διαπραγματεύσεων στο τρέχον κάθε φορά εξάμηνο.
• Να εκδίδονται πιο γρήγορα τα ΦΕΚ και να μετρά ο χρόνος από την έκδοση της Υπουργικής και όχι από την υπογραφή της σύμβασης.
• Θα πρέπει να εκδίδονται τα σημειώματα μέσα στο επόμενο τρίμηνο από το τέλος τους εξαμήνου.
• Θα πρέπει να εξεταστεί η επιπλέον στελέχωση καθώς και η βελτίωση των μηχανογραφικών συστημάτων του ΕΟΠΥΥ ώστε να ανταποκρίνεται ταχύτερα , το ίδιο θα πρέπει να γίνει και με την ΕΚΑΠΥ για τα Νοσοκομεία.
• Θα πρέπει να δημιουργηθεί επίσημο κανάλι επικοινωνίας με το Υπουργείο ή τους φορείς του ώστε σε μηνιαία βάση να πραγματοποιείται ενημέρωση προς τις φαρμακευτικές εταιρείες για την εξέλιξη της δαπάνης και τις αιτίες υπέρβασης αυτής.
Ο ΣΦΕΕ, επίσης, αναφέρει ότι στο τέλος του Ιουνίου ολοκληρώνεται και η περίοδος για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων των εταιρειών και είναι άδικο, να χρεωθούν οι επιχειρήσεις με πλασματικές πωλήσεις και συνεπώς πλασματικά κέρδη επειδή δεν θα έχουν μπορέσει να αφαιρέσουν τις επιστροφές που του καταλογίζονται.