Η κατανάλωση σακχάρων έχει εκτιναχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς αποτελεί βασικό συστατικό σε πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα και ροφήματα. Παρότι οι ειδικοί προειδοποιούν συνεχώς για τους κινδύνους που συνδέονται με την υπερβολική πρόσληψή τους – όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις – οι καθημερινές διατροφικές μας επιλογές συχνά παραμένουν γεμάτες με σάκχαρα. Μια πρόσφατη έρευνα από την εταιρεία δημοσκοπήσεων Talker Research αποκαλύπτει στοιχεία σχετικά με το πόση ζάχαρη καταναλώνει ο μέσος άνθρωπος ετησίως, καθώς και τις επιπτώσεις αυτής της κατανάλωσης στην υγεία και στην ενυδάτωση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ο μέσος άνθρωπος καταναλώνει περίπου 36 κιλά ζάχαρης κάθε χρόνο, γεγονός που σοκάρει και ταυτόχρονα δημιουργεί προβληματισμό για τις επιπτώσεις αυτής της υπερβολικής κατανάλωσης στη συνολική υγεία και την ενυδάτωση.
Η ζάχαρη στην καθημερινή διατροφή
Η έρευνα βασίστηκε σε δείγμα 2.000 Αμερικανών και ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο οι συνήθειες κατανάλωσης σακχάρων έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι συμμετέχοντες κατανάλωναν κατά μέσο όρο 99 γραμμάρια πρόσθετων σακχάρων ημερησίως, ποσότητα που ξεπερνά κατά πολύ τα συνιστώμενα όρια της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας. Συνολικά, αυτό μεταφράζεται σε 36.000 γραμμάρια ζάχαρης ετησίως, δηλαδή 36 κιλά.
Οι συνήθειες που οδηγούν στην υπερβολική κατανάλωση
Παρά το γεγονός ότι το 85% των ερωτηθέντων προσπαθούν ενεργά να μειώσουν την κατανάλωση πρόσθετων σακχάρων, η πραγματικότητα δείχνει μια διαφορετική εικόνα. Ένα σημαντικό ποσοστό των σακχάρων καταναλώνεται μέσω ροφημάτων: το 34% των συμμετεχόντων παραδέχτηκαν ότι η πρωινή τους συνήθεια να πίνουν καφέ συμβάλλει σημαντικά στην ημερήσια πρόσληψη ζάχαρης, ενώ το 28% ανέφεραν ότι τα σακχαρούχα αναψυκτικά αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης υγρών κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της έρευνας είναι ότι 51% των συμμετεχόντων πιστεύουν ότι οι έντονες λιγούρες ενδεχομένως να οφείλονται στην αφυδάτωση. Η ενυδάτωση παίζει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της επιθυμίας για γλυκό και αυτό φαίνεται να συνδέεται με το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες ανέφεραν πως κατανάλωναν μόλις 1,4 λίτρα νερού ημερησίως, ποσότητα αρκετά χαμηλότερη από τα συνιστώμενα επίπεδα που ορίζει η Εθνική Ακαδημία Ιατρικής των ΗΠΑ.
Η έρευνα διερεύνησε επίσης τους ψυχολογικούς και συναισθηματικούς παράγοντες που πυροδοτούν την επιθυμία για σάκχαρα. Ειδικότερα, οι συμμετέχοντες ανέφεραν πως οι κυριότεροι λόγοι που τους ωθούν στην κατανάλωση γλυκών είναι το άγχος (39%), η ανία (36%), η κόπωση (24%) και η μοναξιά (17%). Τα συναισθήματα που συνοδεύουν αυτές τις λιγούρες είναι συνήθως αρνητικά, με τους ανθρώπους να νιώθουν ανήσυχοι (23%), ευερέθιστοι (22%), ανυπόμονοι (20%) και μη παραγωγικοί (20%).
Πότε όμως ήταν πιο έντονη η επιθυμία για κάτι γλυκό; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι πιο συνήθεις συνθήκες ήταν η προβολή μιας ταινίας (31%), μετά το φαγητό (31%), για να αποκτήσουν περισσότερη ενέργεια στη μέση της ημέρας (30%) ή μετά από μια κακή ημέρα στη δουλειά (19%). Σύμφωνα με την έρευνα, η πιο συχνή ώρα κατά την οποία οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι νιώθουν την ανάγκη να καταναλώσουν ζάχαρη ήταν στις 3 το μεσημέρι.
Είναι επίσης ανησυχητικό το γεγονός ότι ο μέσος άνθρωπος μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία για γλυκό για μόλις 13 λεπτά, προτού υποκύψει. Επιπλέον, η «κατάρρευση» από την υπερκατανάλωση ζάχαρης, όταν δηλαδή πέφτει κατακόρυφα η ενέργεια, συνέβαινε περίπου 33 λεπτά μετά την κατανάλωση ενός γλυκού, με τις κυριότερες επιπτώσεις να είναι η κόπωση (42%), οι τύψεις (25%) και η έλλειψη συγκέντρωσης (21%).
Παρόλα αυτά, θετικό θεωρείται το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι θεωρεί εξαιρετικά σημαντική την ενυδάτωση. Ειδικότερα, πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες (51%) δήλωσαν πως προσπαθούν να πίνουν περισσότερο νερό, με στόχο να μειώσουν την επιθυμία για σάκχαρα και να βελτιώσουν τη συνολική τους υγεία.
Πέντε έξυπνοι τρόποι να τρώμε λιγότερη ζάχαρη
Εξίσου επιβλαβή με τη ζάχαρη για την καρδιά τεχνητά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη