Η σύγχρονη τάση προς μια διατροφή βασισμένη στις φυτικές τροφές είναι γεγονός. Ωστόσο, ο κίνδυνος επιδείνωσης της ήδη χαμηλής πρόσληψης ενός σημαντικού για την εγκεφαλική υγεία θρεπτικού συστατικού, αυξάνεται παράλληλα με αυτές τις πρακτικές, προειδοποιούν οι επιστήμονες σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο BMJ Nutrition, Prevention & Health.
Το πρόβλημα γίνεται χειρότερο, αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι τα περισσότερα κράτη αδυνατούν να προτείνουν ή ακόμα και να ελέγξουν τα επίπεδα αυτού του συστατικού στη διατροφή. Πρόκειται για τη χολίνη, μια σημαντική διατροφική ουσία που βρίσκεται κυρίως στα ζωικά τρόφιμα και παράγεται από το ήπαρ. Η ποσότητα αυτή όμως δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες του ανθρώπινου σώματος.
«Η χολίνη έχει μείζονα σημασία για την εγκεφαλική υγεία, ειδικά κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη, ενώ επηρεάζει και την ηπατική λειτουργία, με τις σχετικές ελλείψεις να συνδέονται με απορρύθμιση του μεταβολισμού του λίπους στο αίμα, όπως επίσης και με αυξημένες κυτταρικές βλάβες λόγω των ελεύθερων ριζών», γράφει μεταξύ άλλων στη μελέτη η καθηγήτρια Emma Derbyshire.
Οι βασικές πηγές πρόσληψης της χολίνης είναι το μοσχαρίσιο κρέας, τα αυγά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το ψάρι και το κοτόπουλο, ενώ στους ξηρούς καρπούς, τα φασόλια και τα λαχανικά βρίσκονται κάποιες ελάχιστες ποσότητες της.
Οι πρώτες συστάσεις όσον αφορά στην ελάχιστη πρόσληψη χολίνης είχαν γίνει το 1998 από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ιατρικής, με την αντίστοιχη δημοσίευση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων το 2016 να κινείται στα ίδια επίπεδα: 425mg/ημέρα για τις γυναίκες, 550mg/ημέρα για τους άνδρες, 450 mg/ημέρα για τις εγκύους και 550mg/ημέρα για τις γυναίκες που θηλάζουν. Ωστόσο, οι διατροφικές έρευνες σε Βόρεια Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη δείχνουν ότι η συνήθης πρόσληψη χολίνης κατά μέσο όρο βρίσκεται χαμηλότερα από αυτά τα επίπεδα.
«Πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεδομένου ότι η τρέχουσα τάση οδεύει προς την εξάλειψη της κατανάλωσης κρέατος και σε υιοθέτηση απόλυτα φυτικών διατροφών», τονίζει η Δρ. Derbyshire, η οποία καλεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αναλάβουν δράση επί του θέματος, συμπεριλαμβάνοντας τη χολίνη στις διατροφικές οδηγίες και ελέγχοντας τα σχετικά δεδομένα του πληθυσμού.
Άλλωστε, οι ολοένα και αυξανόμενες ενδείξεις σχετικά με τη σημασία της χολίνης για την ανθρώπινη υγεία και η ανησυχία για τη βιωσιμότητα της παραγωγής τροφίμων ανά τον πλανήτη υποστηρίζει τη άποψη αυτή. «Αν η χολίνη δεν προσλαμβάνεται σε κατάλληλα επίπεδα από τις διατροφικές πηγές, τότε ίσως απαιτούνται στρατηγικές συμπληρωμάτων διατροφής, ειδικά στην περίπτωση σημαντικών σταδίων του κύκλου της ζωής, όπως η εγκυμοσύνη, όπου η πρόσληψη χολίνης είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη του εμβρύου», καταλήξει η Δρ. Derbyshire.