Σε συστατικό- κλειδί αναδεικνύονται τα ωμέγα-3 λιπαρά όσον αφορά την πρόληψη της ακμής, καθώς η σημαντική ανεπάρκειά τους από τον οργανισμό θα μπορούσε να επιδεινώσει αυτή την πάθηση του δέρματος, που επηρεάζει σχεδόν 23 εκατομμύρια ανθρώπους μόνο στην Ευρώπη.
Τα σημαντικά αυτά ευρήματα δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια του Εαρινού Συμπόσιου της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας (EADV) και προσφέρουν νέες πιθανές προσεγγίσεις και καθημερινές λύσεις για τη διαχείριση της ακμής.
Η ερευνητική ομάδα, με έδρα το Τμήμα Δερματολογίας και Αλλεργιών στο Μόναχο, μελέτησε 100 ασθενείς με ακμή και, αξιολογώντας τις διατροφικές παραμέτρους στο αίμα τους, διαπίστωσε ότι το 94% των ασθενών είχαν επίπεδα ω-3 λιπαρών οξέων κάτω από τα προβλεπόμενα όρια.
Επιπλέον, εστιάζοντας στο περιεχόμενο της διατροφής των ασθενών, συμπέραναν ότι όσοι ανέφεραν τη συχνή κατανάλωση οσπρίων, όπως ρεβίθια και φακές, καθώς και μηδενική κατανάλωση ηλιέλαιου, είχαν υψηλότερα επίπεδα του βασικού αυτού λιπαρού οξέος.
«Η διατροφή παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη, την εμφάνιση και την πορεία πολλών ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων και των δερματολογικών ασθενειών όπως η ακμή», αναφέρει σχετικά η Δρ Anne Gϋrtler, επικεφαλής συγγραφέας από το Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian στο Μόναχο της Γερμανίας.
Εξηγεί μάλιστα ότι μέσω της διατροφής θα μπορούσαν να ενισχυθούν τα θεραπευτικά αποτελέσματα και πως η δυτική διατροφή θα μπορούσε να έχει καταστροφικές για το δέρμα συνέπειες: «Εδώ και χρόνια, έχουν αποδειχθεί οι άμεσες επιπτώσεις της στα επίπεδα IGF-1. Ωστόσο, τα προληπτικά και θεραπευτικά μέτρα που συνοδεύουν τη διατροφή δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί επαρκώς. Από αυτή την άποψη, τα ω-3 λιπαρά οξέα φαίνονται πιο ελπιδοφόρα λόγω των αντιφλεγμονωδών επιδράσεών τους».
Τα λιπαρά ψάρια, τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι τσία και το αβοκάντο είναι ορισμένα από τα τρόφιμα πλούσια σε ω-3. Με τη συχνή κατανάλωσή τους, μειώνεται η φλεγμονή, διεγείροντας την παραγωγή αντιφλεγμονωδών προσταγλανδινών Ε1 και Ε3, λευκοτριενίου Β5 και μειώνουν τα επίπεδα του ινσουλινόμορφου αυξητικού παράγοντα (IGF-1), τη βασική ορμόνη που προκαλεί ακμή.
Μάλιστα, οι συμμετέχοντες στη μελέτη με επίπεδα ω-3 χαμηλότερα από 8% εμφάνισαν υψηλότερα επίπεδα IGF-1, σε σύγκριση με τους ασθενείς που δεν εμφάνισαν τις αντίστοιχες ελλείψεις. Όταν οι ασθενείς υποδιαιρέθηκαν σε ομάδες με επίπεδα χαμηλότερα από 4%, τα επίπεδα της ορμόνης που προκαλεί την ακμή αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο.
Διαβάστε επίσης:
Ακμή ενηλίκων: Δέκα τρόποι να αποφύγετε τις εξάρσεις
Ακμή: Η ανάλυση του DNA αλλάζει τα πάντα στη θεραπεία