Τα αποτελέσματα της μελέτης, με επικεφαλής τη Δρ. Natasha van Zyl του Νοσοκομείου Όστιν στη Μελβούρνη, που δημοσιεύτηκαν στο The Lancet, έδειξαν ότι η χειρουργική επέμβαση της μεταφοράς των νεύρων επέτρεψε στους 13 νέους με πλήρη παράλυση να ανακτήσουν την κίνηση και να χρησιμοποιήσουν τους αγκώνες και τα χέρια τους.
Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, Αυστραλοί χειρουργοί συνέδεσαν λειτουργικά νεύρα πάνω από την περιοχή του τραυματισμού στη σπονδυλική στήλη, με παράλυτα νεύρα κάτω από αυτήν. Δύο χρόνια μετά τη χειρουργική επέμβαση και μετά από εντατική φυσικοθεραπεία, οι συμμετέχοντες ήταν πια σε θέση να απλώσουν το χέρι τους μπροστά τους και να το ανοίξουν για να πάρουν κάτι ή για να χειριστούν τα αντικείμενα. Η αποκατάσταση του αγκώνα βελτίωσε επίσης την ικανότητά τους να σπρώξουν το αναπηρικό αμαξίδιο και να μεταφερθούν σε κρεβάτι ή αυτοκίνητο.
Σε δέκα συμμετέχοντες, οι μεταφορές των νεύρων συνδυάστηκαν με μεταφορές τενόντων, για την πιθανή μεγιστοποίηση του οφέλους. Τα νεύρα και οι τένοντες αποκαθιστούν διαφορετικές κινητικές λειτουργίες. Οι μεταφορές των νεύρων οδήγησαν σε πιο φυσική κίνηση και βελτίωση της λεπτής κινητικότητας στο ένα χέρι, ενώ οι μεταφορές του τένοντα αποκατέστησαν κυρίως τη δύναμη και την ικανότητα ανύψωσης βαρών στο άλλο χέρι.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 16 νέους ενήλικες με μέση ηλικία 27 ετών και με σχετικά πρόσφατο (λιγότερο από 18 μήνες) τραυματισμό του νωτιαίου μυελού στον αυχένα, οι οποίοι εισήχθησαν στο Νοσοκομείο Όστιν στη Μελβούρνη για αποκατάσταση της λειτουργίας του άνω άκρου. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε μία ή περισσότερες μεταφορές νεύρων σε ένα ή και στα δύο άνω άκρα, με στόχο την αποκατάσταση της λειτουργίας του αγκώνα, καθώς επίσης τη δυνατότητα να ανοιγοκλείνουν το χέρι τους και να πιάνουν κάτι με αυτό.
Ολοκληρώθηκαν 59 μεταφορές νεύρων σε 16 συμμετέχοντες (13 άνδρες και τρεις γυναίκες σε 27 άκρα). Σε δέκα συμμετέχοντες (12 άκρα), οι μεταφορές νεύρων συνδυάστηκαν με μεταφορές τένοντα για βελτίωση της λειτουργίας των χεριών. Στη συνέχεια έγινε αξιολόγηση σχετικά με το επίπεδο ανεξαρτησίας τους σχετικά με τις καθημερινές δραστηριότητες τους (π.χ. αυτο-φροντίδα, τουαλέτα, λειτουργία των άνω άκρων, μυϊκή δύναμη, δύναμη πιασίματος, κλεισίματος και ανοίγματος των χεριών) πριν από τη χειρουργική επέμβαση, ένα έτος μετά τη χειρουργική επέμβαση και πάλι δύο χρόνια αργότερα.
Σε 24 μήνες σημειώθηκαν σημαντικές βελτιώσεις στην ικανότητα των χεριών να σηκώνουν και να αφήνουν πολλά αντικείμενα. Πριν από τη χειρουργική επέμβαση, κανένας από τους συμμετέχοντες δεν ήταν σε θέση να κάνει δοκιμές δύναμης με τα χέρια του, αλλά δύο χρόνια μετά είχαν πια αρκετή δύναμη στα άνω άκρα για να εκτελούν τις περισσότερες καθημερινές δραστηριότητες.
Πάντως σε τρεις συμμετέχοντες υπήρξαν τέσσερις αποτυχημένες μεταφορές νεύρων: δύο είχαν μια μόνιμη μείωση στην αίσθηση και δύο είχαν μια προσωρινή μείωση στην δύναμη του καρπού, η οποία όμως είχε βελτιωθεί ένα χρόνο μετά τη χειρουργική επέμβαση. Συνολικά, η χειρουργική επέμβαση ήταν καλά ανεκτή. Καταγράφηκαν πέντε σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες (συμπεριλαμβανομένης μιας πτώσης από το αναπηρικό αμαξίδιο με κάταγμα μηριαίου οστού), αλλά καμία δεν σχετιζόταν με τη χειρουργική επέμβαση.
Παρά αυτά τα επιτεύγματα, η χειρουργική επέμβαση της μεταφοράς νεύρων εξακολουθεί να έχει ορισμένους περιορισμούς. Για καλύτερα αποτελέσματα, οι μεταφορές νεύρων θα πρέπει ιδανικά να πραγματοποιηθούν μέσα σε έξι έως 12 μήνες από τον τραυματισμό. Επιπλέον, μπορεί να χρειασθούν μήνες μετά τη μεταφορά των νεύρων για να συμβεί αναγέννηση των νεύρων στον παραλυμένο μυ και να κινηθεί ξανά, ενώ θα πρέπει να περάσουν χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως η δύναμη του.
Η Δρ. Ida Fox από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, ανέφερε ότι «τα βλαστοκύτταρα και η νευροπροσθετική θα μπορούσαν να αλλάξουν το τοπίο της αναγεννητικής ιατρικής στο μέλλον. Προς το παρόν, οι μεταφορές νεύρων είναι ένας οικονομικός τρόπος για να αξιοποιηθεί η έμφυτη ικανότητα του σώματος να αποκαταστήσει την κίνηση σε ένα παραλυμένο άκρο».