Βρετανοί και Αμερικανοί επιστήμονες συμπράττουν για να μελετήσουν τα πρώιμα σημάδια του καρκίνου σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν τη νόσο πριν καν εκδηλωθεί.

Πρόκειται για το πρώτο φιλόδοξο σχέδιο της νέας διεθνούς σύμπραξης με την ονομασία Διεθνής Συμμαχία για την Πρώιμη Ανίχνευση του Καρκίνου.

Οι ερευνητές σκοπεύουν στα πλαίσια ενός εργαστηριακού πειράματος να δώσουν το έναυσμα για τη «γέννηση» του καρκίνου ώστε να μπορέσουν να τον μελετήσουν εν τη γενέσει του.

Στη Διεθνή Συμμαχία για την Πρώιμη Ανίχνευση του Καρκίνου συμμετέχουν μεταξύ άλλων η μη κυβερνητική οργάνωση Cancer Research UK και τα πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ, του Μάντσεστερ, το Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου και τα πανεπιστήμια του Στάνφορντ και του Όρεγκον.

Οι επιστήμονες έχουν ως απώτερο στόχο να αναπτύξουν ελάχιστα επεμβατικά διαγνωστικά εργαλεία, όπως τεστ αναπνοής, αίματος και ούρων, για ασθενείς που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, ώστε να βελτιωθούν οι υπάρχουσες πρώιμες διαγνωστικές μέθοδοι για τον καρκίνο και να εντοπίζονται κυριολεκτικά μη ανιχνεύσιμες ενδείξεις καρκίνου.

Παραδέχονται ωστόσο τη δυσκολία του εγχειρήματος τους λέγοντας ότι «είναι σα να ψάχνεις ψύλλους στα άχυρα» και δεν αποκλείεται να χρειαστούν έως και 30 χρόνια μέχρι να πετύχουν κάτι απτό.

«Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν έχουμε καταφέρει να δούμε τη ‘γέννηση’ του καρκίνου σε άνθρωπο. Όταν φτάνουμε να τον εντοπίσουμε, έχει ήδη εδραιώσει την παρουσία του στον οργανισμό του ασθενή», εξηγεί ο Δρ. David Crosby, επικεφαλής ερευνών πρώιμης ανίχνευσης στην ΜΚΟ Cancer Research UK.

Ομάδα ειδικών από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ για παράδειγμα ήδη αναπτύσσουν σε εργαστηριακές συνθήκες ανθρώπινο μαστικό ιστό βάσει συνθετικών ανοσοκυττάρων για να δουν αν μπορούν να εντοπίσουν στα πρωταρχικά στάδια υποκείμενες αλλαγές που μπορεί να συντελέσουν σε καρκίνο.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής Rob Bristow το εγχείρημα μοιάζει με την ύπαρξη «μιας τράπεζας ζώντων ιστών έξω όμως από το σώμα του ασθενούς».

Και συμπληρώνει ότι το φιλόδοξο επιστημονικό σχέδιο ενέχει πάντα και τον κίνδυνο της υπερδιάγνωσης, αφού δεν οδηγούν πάντα σε καρκίνο όλες οι πρώιμες κυτταρικές μεταβολές. Για να υπερπηδήσουν αυτό το εμπόδιο, οι ερευνητές μελετούν επίσης γονίδια ανθρώπων καθώς και το περιβάλλον στο οποίο έχουν μεγαλώσει αυτοί, ώστε να δομήσουν ένα ατομικό προφίλ κινδύνου για διαφορετικές μορφές καρκίνου. Και μόνο τότε, λένε, ότι θα είναι σε θέση να μπορούν να παρέμβουν.

Ωστόσο, μέχρι σήμερα οι επιστήμονες λένε ότι η έρευνα επί της πρώιμης ανίχνευσης γίνεται σε μικρή κλίμακα και αποσπασματικά, μη έχοντας την εγκυρότητα των κλινικών δομικών σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες ασθενών.

Όμως ο Δρ. Crosby υποστηρίζει ότι η νέα επιστημονική σύμπραξη μπορεί να «προκαλέσει μαζική αλλαγή στα συστήματα υγείας, από τα πανάκριβα θεραπευτικά μοντέλα διαχείρισης των τελικών σταδίων του καρκίνου, σε στοχευμένες πρώιμες παρεμβάσεις με έμφαση σε οικονομικά προσιτές θεραπείες».

Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το 98% των γυναικών με καρκίνο του μαστού ζουν πέντε ή περισσότερα χρόνια αν η νόσος διαγνωστεί σε στάδιο Ι (αρχικό) συγκριτικά με το 26% αυτών που διαγιγνώσκονται σε στάδιο ΙV (προχωρημένο). Ωστόσο, μόλις το 44% των ασθενών με καρκίνο του μαστού διαγιγνώσκονται σε πρώιμο στάδιο.

Σε όλα τα προηγμένα συστήματα υγείας υπάρχουν προληπτικές εξετάσεις για τη διάγνωση συχνών καρκίνων, όπως του μαστού, του παχέος εντέρου και του τραχήλου της μήτρας. Ενώ δυστυχώς προς το παρόν δεν υπάρχουν αξιόπιστα διαγνωστικά εργαλεία για καρκίνους, όπως του παγκρέατος, του ήπατος, των πνευμόνων και του προστάτη, με αποτέλεσμα τα ποσοστά επιβίωσης να είναι χαμηλά.

Βέβαια ο καθηγητής Mark Emberton από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, υπενθυμίζει ότι η εξέλιξη της απεικονιστικής τεχνολογίας, όπως η μαγνητική τομογραφία έχει επιφέρει μια «σιωπηλή επανάσταση» που στο μέλλον θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις επεμβατικές διαδικασίες βιοψίας, ειδικά στην περίπτωση του καρκίνου του προστάτη. Καλά επίσης είναι τα πρώτα δείγματα από πιο εξελιγμένες απεικονιστικές τεχνικές, όπως η φωτο-ακουστική, τεχνική κατά την οποία διοχετεύονται δέσμες φωτός στον όγκο και δημιουργούνται ηχητικά κύματα τα οποία αναλύονται για να δομηθούν φωτογραφίες/απεικονίσεις.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Emberton, επόμενος στόχος είναι «να δούμε ποιοι καρκίνοι προσφέρονται γι’ αυτό το είδος απεικόνισης».