Το δρόμο σε εξατομικευμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις της κατάθλιψης ίσως ανοίξουν γονίδια που συσχετίζονται με τη φλεγμονή και το στρες, βάσει των ευρημάτων νέας επιστημονικής μελέτης υπό την εποπτεία του King’s College του Λονδίνου που δημοσιεύεται στις σελίδες του Translational Psychiatry.

Οι ερευνητές διείσδυσαν στους μηχανισμούς που εξηγούν τη συσχέτιση μεταξύ φλεγμονής και κατάθλιψης, γεγονός το οποίο, όπως υπογραμμίζουν, μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον της εξατομικευμένης ψυχιατρικής μέσω της ανάπτυξης συγκεκριμένων θεραπευτικών σχημάτων για την κατάθλιψη που θα περιέχουν τη χρήση αντιφλεγμονωδών ουσιών.

Για τις ανάγκες της μελέτης υπέβαλαν σε αιματολογικό έλεγχο 130 ασθενείς με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και 40 υγιή άτομα που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου, με ζητούμενο να γίνει κατανοητό πώς η γονιδιακή έκφραση -η διαδικασία που σηματοδοτεί τη δημιουργία νέων μορίων- μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάκριση μεταξύ των ασθενών που παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στα φάρμακα και εκείνων που ανταποκρίνονται στη φαρμακευτική αγωγή.

Στη Βρετανία, περίπου ένα στα πέντε άτομα πάσχουν από κατάθλιψη και το ένα τρίτο εξ αυτών θεωρείται πως παρουσιάζει αντίσταση στην αγωγή, με συνέπεια να μην μπορεί να έχει μετρήσιμη επίδραση η φαρμακευτική αγωγή και να υφίστανται ουσιαστικά λιγότερες επιλογές αντιμετώπισης της ψυχικής νόσου.

«Αν και υπάρχουν συντριπτικές ενδείξεις αυξημένης φλεγμονής στην κατάθλιψη, παραμένει ασαφές πώς ακριβώς αυτό προκύπτει και πώς απεικονίζεται σε επίπεδο χημείας στο σώμα. Σε αυτή τη μελέτη καταδεικνύουμε για πρώτη φορά πως είναι εφικτό να διακρίνουμε τους ασθενείς που ανταποκρίνονται ή μη στη φαρμακευτική θεραπεία βάσει γνωστών δεικτών φλεγμονής και της παρουσίας μοριακών μηχανισμών που την ενεργοποιούν» επισημαίνει η Δρ. Annamaria Cattaneo του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης  (IoPPN) του King’s College του Λονδίνου.

Τόσο η ίδια, όσο και η συνάδελφός της στο King’s College καθηγήτρια Carmine Pariante, εξηγούν πως ακριβώς αυτή η διάκριση μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο στάθμισης των διαθέσιμων θεραπευτικών σχημάτων ώστε να λάβει ο ασθενής μία πιο στοχευμένη και αποτελεσματική θεραπεία.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διέκριναν αισθητά ισχυρότερες μοριακές ενδείξεις φλεγμονής  και στρες τόσο στους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονταν στην αντικαταθλιπτική θεραπεία, όσο και σε εκείνους που δεν λάμβαναν αγωγή, συγκριτικά με τους ασθενείς που ανταποκρίνονταν στη θεραπεία και την ομάδα ελέγχου.

Τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (CRP) στο αίμα, μία από τις κυριότερες πρωτεΐνες οξείας φάσης που απεικονίζει το βαθμό φλεγμονής στον οργανισμό, ήταν υψηλότερα σε όσους είχαν αντίσταση στην αγωγή ή δεν λάμβαναν καθόλου συγκριτικά με όσους ανταποκρίνονταν και την ομάδα ελέγχου. Στις δύο πρώτες κατηγορίες καταγράφηκε πως ήταν εξίσου αυξημένη η έκφραση γονιδίων που σχετίζονται με τη φλεγμονή (συμπεριλαμβανομένων των IL-1-βήτα, IL-6, TNF-άλφα και P2RX7).

Επί τάπητος τέθηκαν και οι δείκτες του στρες με τους ερευνητές να διαπιστώνουν πως οι πάσχοντες που παρουσίαζαν ανθεκτικότητα στη θεραπεία, όσο και οι πάσχοντες που δεν λάμβαναν αγωγή, είχαν μειωμένο αριθμό γλυκοκορτικοειδών υποδοχέων που ενέχονται στη διαχείριση του στρες από τον οργανισμό – μειωμένος αριθμός υποδοχέων μεταφράζεται σε μειωμένη ικανότητα του οργανισμού να φρενάρει το στρες μέσω ορμονών, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης βαρύτερων μορφών κατάθλιψης.

Η ερευνητική μελέτη διεξήχθη από την ερευνητική ομάδα του King’s College του Λονδίνου με τη συμμετοχή ερευνητών από το Istituto Centro San Giovanni di Dio Fatebenefratelli στην Μπρέσια της Ιταλίας, καθώς και από τα Πανεπιστήμια Μιλάνου, Κέιμπριτζ, Οξφόρδης, Γλασκώβης και Κάρντιφ.

Διαβάστε ακόμη

Πέντε συμπεριφορές που καμουφλάρουν την κατάθλιψη

Κατάθλιψη: Τα σωματικά συμπτώματα που «φωνάζουν» ότι υπάρχει πρόβλημα

Κατάθλιψη: Η εποχή που 7 στις 10 γυναίκες είναι πιο ευάλωτες