Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες η Ιατρική και γενικότερα οι υπηρεσίες υγείας προσπαθούν να υιοθετήσουν ένα πιο ανθρωπιστικό μοντέλο προσέγγισης και αντιμετώπισης των ασθενών και των προβλημάτων υγείας τους. Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας έχει βρεθεί η σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς με αρκετές έρευνες να εστιάζουν στα βασικά χαρακτηριστικά και τις αρχές που θα πρέπει να τη διέπουν.

Γνωρίσματα, όπως η αποτελεσματική επικοινωνία και η κατανόηση, η εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια θεωρούνται απαραίτητα για να χτιστεί η βάση, η οποία θα καθορίσει το επίπεδο ποιότητας της υγειονομικής φροντίδας. Επομένως, ένας ιατρός οφείλει να επενδύσει στην ανάπτυξη επαρκών επικοινωνιακών δεξιοτήτων για να μπορέσει να βοηθήσει και να καθοδηγήσει τον ασθενή του με αποτελεσματικό τρόπο, δείχνοντας ταυτόχρονα σεβασμό προς τις ατομικές ανάγκες και τις αγωνίες του ασθενούς. Σε αυτό το πλαίσιο είναι πολύ σημαντικό, ο ιατρός να μπορεί «να ακούει» τον ασθενή του, να στέκεται δηλαδή δίπλα στον ασθενή με ενσυναίσθηση και όχι απέναντι. Η ενσυναίσθηση προς τον ασθενή μπορεί να γίνει αντιληπτή σε διάφορα στάδια. Από το πώς θα δώσει ο ιατρός πληροφορίες για την κατάστασή της υγείας του ασθενούς, μέχρι το πως θα τον αντιμετωπίσει κατά την πορεία της θεραπευτικής διαδικασίας, αλλά και στη στάση του ιατρού σε ενδεχόμενη μη συμμόρφωση του ασθενούς με τη θεραπεία ή ακόμα και διακοπής. Σε αυτή την περίπτωση ο ιατρός θα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίζει τη μη συμμόρφωση του ασθενούς ή τη διακοπή θεραπείας όχι σαν προσωπική του αποτυχία, αλλά σαν επιλογή του ίδιου ασθενούς και από κοινού να αποφασίσουν για το πώς θα προχωρήσει η θεραπευτική διαδικασία.

Είναι προφανές ότι πρωταρχικός στόχος του ιατρού απέναντι σε μία ασθένεια είναι η αντιμετώπιση ή η καταστολή της. Ένας ιατρός όμως, ο οποίος θα σταθεί μόνο σε αυτό αγνοώντας άλλες πτυχές όπως είναι οι συνέπειες για τη ζωή του ασθενούς, οι αλλαγές ή οι περιορισμοί που χρειάζεται να κάνει, το οικονομικό κόστος, η δυσκολία κατανόησης του τι ακριβώς συμβαίνει στον ίδιο του τον οργανισμό, το πώς θα το μοιραστεί με τα μέλη της οικογένειας του ή φίλους και άλλα πολλά που μπορεί να απασχολούν τον/την ασθενή, τότε ο ιατρός θα έχει κατά πάσα πιθανότητα χάσει την εμπιστοσύνη του ασθενούς και η πιθανότητα της μεταξύ τους συνεργασίας περιορίζεται. Ιδιαίτερα σε χρόνιες ασθένειες όπου οι θεραπευτικές απαιτήσεις είναι πιο μεγάλες και η επαφή με τον ιατρό πιο συχνή, η αποτελεσματική επικοινωνία με τον ασθενή είναι ζωτικής σημασίας για να χτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης που θα προάγει τη θεραπευτική διαδικασία και θα αυξήσει τις πιθανότητες συμμόρφωσης του ασθενούς με τις θεραπευτικές οδηγίες.

Ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα είναι το κομμάτι της παροχής πληροφοριών. Ο ιατρός θα πρέπει να είναι σε θέση να δίνει στον ασθενή τις πληροφορίες που χρειάζεται με τρόπο κατανοητό και απλό, αλλά και να είναι διαθέσιμος και ανοιχτός για τυχόν απορίες και περισσότερη ίσως διευκρίνιση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να μην βομβαρδίζεται ο ασθενής με πληροφορίες, αλλά να ερωτάται τι θέλει να μάθει για την κατάστασή του και σε τι ρυθμό. Με αυτό τον τρόπο ο ασθενής θα μπορέσει να επεξεργαστεί πιο αποτελεσματικά τις πληροφορίες που θα του δοθούν, αλλά θα έχει γίνει και το πρώτο βήμα για το χτίσιμο της μεταξύ τους σχέσης.

Παρ’ ολ’ αυτά, λαμβάνοντας κανείς υπόψη την καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν οι ιατροί των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και τον τεράστιο αριθμό ασθενών που πρέπει να διαχειριστούν, πολύ εύλογα θα σκεφτεί ότι τα όσα αναφέρθηκαν είναι σχεδόν αδύνατον να εφαρμοστούν στην πράξη. Πράγματι, οι συνθήκες που επικρατούν στους δημόσιους, σε πολλές περιπτώσεις, και στους ιδιωτικούς φορείς υγείας δυσχεραίνουν την αποτελεσματική επικοινωνία και την σχέση μεταξύ ιατρού και ασθενούς. Ωστόσο, η ευαισθητοποίηση και η επαγρύπνηση ως προς τη σημασία αυτής της σχέσης μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για μία μεγαλύτερη μελλοντική αλλαγή.

Αναστάσιος Ωρολογάς είναι Ομότιμος Καθηγητής Νευρολογίας ΑΠΘ, Πρόεδρος του ΔΣ της Ελληνικής Εταιρίας για τη Σκλήρυνση κατά Πλάκας (www.gmss.gr) και Επιστημονικά Υπεύθυνος του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης στην Κλινική «Άγιος Λουκάς» της Θεσσαλονίκης