Η προσκόλληση ορισμένων γιατρών στο «πατερναλιστικό» μοτίβο σχέσης με τους ασθενείς τους – το οποίο μοιραία περιορίζει την αυτονομία των τελευταίων και τους κάνει να αισθάνονται ότι δεν «ακούγονται» και δεν λαμβάνονται υπόψιν από τους ειδικούς – φαίνεται ότι έχει επιπτώσεις στην κλινική εξέταση και τη διάγνωση παθήσεων, όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα.
Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα που διεξήγαγε τη μελέτη, τα συμπεράσματα της οποίας δημοσιεύονται στο Rheumatology, υποστήριξε ότι πρόκειται για μια «πατερναλιστική και συχνά επικίνδυνη» άποψη, που είναι αναγκαίο να καταργηθεί και να δώσει τη θέση της «σε μια πιο ισότιμη σχέση», όπου λαμβάνονται πιο σοβαρά υπόψη οι εμπειρίες και η άποψη των ίδιων των ασθενών.
Η ομάδα μελέτης με επικεφαλής ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Cambridge και το Kings’ College του Λονδίνου διαπίστωσε ότι η άποψη ενός ασθενούς για τα δικά του συμπτώματα ή ασθένειες δεν εκτιμάται από την πλειοψηφία των κλινικών γιατρών, αφού ανέλυσε τα δεδομένα 676 ασθενών και 400 γιατρών, οι οποίοι ερωτήθηκαν σχετικά με την εμπειρία τους κατά τη διάγνωση του συστηματικού ερυθηματώδους λύκου (NPSLE), μιας αυτοάνοσης ανίατης ασθένειας, πολύ δύσκολης στη διάγνωση. Η πάθηση έχει «αόρατα συμπτώματα», όπως πονοκεφάλους, παραισθήσεις και κατάθλιψη, ενώ δεν υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση που να διαγιγνώσκει τη νόσο, πράγμα που σημαίνει ότι συχνά η διάγνωση βασίζεται στα συμπτώματα που αναφέρει ο ασθενής.
Παρ’ όλα αυτά, προς έκπληξη των ερευνητών, οι συμμετέχοντες γιατροί κατέταξαν τις αυτοαξιολογήσεις των ασθενών ως τις λιγότερο σημαντικές μεταξύ 13 διαφορετικών στοιχείων που χρησιμοποιούνται στις διαγνώσεις, όπως οι εξετάσεις, αλλά και ο χρόνος απόκρισης στη θεραπεία. Μόλις ένα 3,8% των γιατρών κατέταξε την αυτοαξιολόγηση των ασθενών στα τρία πιο σημαντικά στοιχεία διάγνωσης. Αντίθετα, ως κυριότερο παράγοντα διάγνωσης οι γιατροί έθεσαν τη δική τους αξιολόγηση.
Στον αντίποδα, σχεδόν οι μισοί (46%) από τους ασθενείς που ρωτήθηκαν δήλωσαν ότι δεν έδωσαν ποτέ ή έδωσαν σπάνια τη δική τους εκτίμηση για το τι τους συμβαίνει. Σχεδόν το 24% ανέφερε επίσης ότι η αυτοαξιολόγηση της δραστηριότητας της νόσου δε συμφωνούσε ποτέ ή συμφωνούσε σπάνια με την εκτίμηση των γιατρών.
Αναφορικά με τα λεπτομερή ευρήματα της μελέτης, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι άνδρες γιατροί ήταν πιο πιθανό να πιστέψουν ότι οι ασθενείς υπερβάλλουν σχετικά με τα συμπτώματά τους. Η εθνικότητα και το φύλο του ασθενή φάνηκε επίσης να επηρεάζουν τη διάγνωση. Ξεχώρισε ιδιαίτερα η επικρατούσα πεποίθηση ότι τα συμπτώματα που αναφέρουν οι γυναίκες οφείλονται συχνά σε ψυχοσωματικά αίτια. Ένας γενικός ιατρός στην Αγγλία σχολιάζει σχετικά: «Είναι σύνηθες να λένε στις γυναίκες ότι τα συμπτώματά τους είναι ψυχοσωματικά. Μόλις εμφανιστεί το συναίσθημα, πολύ συχνά γίνεται η αιτία όλων των άλλων. Αυτή η προκατάληψη ισοδυναμεί με ιατρική αμέλεια».
Περιγράφοντας την εμπειρία της διάγνωσης στην ομάδα μελέτης, ένας ασθενής δήλωσε: «Δίνω τον έλεγχο του σώματός μου σε κάποιον άλλο. Περιγράφω τα συμπτώματά μου και το πιο πιθανό είναι ότι θα μου πουν πως το σύμπτωμα είναι λάθος ή ότι είναι αδύνατο να συμβαίνει αυτό που περιγράφω. Η αντιμετώπιση είναι ταπεινωτική. Αν συνέχιζα να λαμβάνω υπόψη μου τη γνώμη ενός γιατρού, αγνοώντας αυτό που νιώθω, θα είχα πεθάνει».
Η Sue Farrington, συμπρόεδρος του Rare Autoimmune Rheumatic Disease Alliance, δήλωσε: «Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε πέρα από το συχνά επικίνδυνο «ο γιατρός ξέρει καλύτερα» σε μια πιο ισότιμη σχέση, όπου οι ασθενείς που βιώνουν ένα σύμπτωμα και οι γιατροί με τις γνώσεις και την εμπειρία τους θα λειτουργούν πιο συνεργατικά».
Από την πλευρά της, η δρ. Melanie Sloan, επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης και ερευνήτρια δημόσιας υγείας και πρωτοβάθμιας περίθαλψης στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, είπε: «Είναι σημαντικό να ακούμε και να εκτιμούμε τις γνώσεις των ασθενών και τις ερμηνείες που οι ίδιοι δίνουν στα συμπτώματά τους, ιδιαίτερα εκείνων με μακροχρόνιες ασθένειες. Εν τέλει, οι ασθενείς είναι αυτοί που ξέρουν καλύτερα πώς είναι να ζεις με μια πάθηση».
Τέλος, σύμφωνα με τον συνεργάτη της μελέτης, δρ. Tom Pollak από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του King’s College του Λονδίνου, «κανένας άνθρωπος, γιατρός ή ασθενής, δεν είναι πάντα σε θέση να εντοπίσει με ακρίβεια την αιτία των συμπτωμάτων, όλοι μπορούν να κάνουν λάθη. Ο συνδυασμός και η εκτίμηση και των δύο απόψεων, ειδικά όταν τα διαγνωστικά τεστ δεν είναι αρκετά προηγμένα, ώστε να ανιχνεύουν μια ασθένεια, μπορεί να μειώσει τις λανθασμένες διαγνώσεις και να βελτιώσει τη σχέση γιατρού και ασθενή, κάτι που, με τη σειρά του, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και διαφάνεια».
Διαβάστε ακόμη:
Καρκίνος: Έξι ύποπτα σημάδια που προειδοποιούν για τη νόσο – Τι να κάνετε
Άνοια: Οι αλλαγές στην ομιλία που «προδίδουν» τον τύπο της νόσου