Τα rapid test (ταχείας ανίχνευσης) αντιγόνου COVID-19 δύο φορές την εβδομάδα μπορούν να εντοπίσουν παιδιά που έχουν μολυνθεί από κορωνοϊό με επιτυχία 90% για φορείς με υψηλό ιικό φορτίο και 99% για ασυμπτωματικούς.
Τα παραπάνω ευρήματα από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις από τη χρήση self test (είδος rapid test) για τη μείωση της διασποράς του ιού καθώς και για την επαναλειτουργία των Λυκείων της χώρας από τη Δευτέρα 12 Απριλίου με διπλό self-testing την εβδομάδα από μαθητές και εκπαιδευτικούς. Μια ενδεχόμενη επαλήθευσή τους και στην πραγματική ζωή ίσως να σημάνει τη σύντομη επαναφορά της δια ζώσης εκπαίδευσης και για τις υπόλοιπες σχολικές βαθμίδες.
Στην έρευνα που δημοσιεύτηκε την περασμένη Δευτέρα στο PLOS ONE, συμμετείχαν 774 παιδιά ηλικίας 5 έως 7 ετών, τα οποία προσέρχονταν στον χώρο ελέγχων κορωνοϊού συνοδεία των γονέων ή κηδεμόνων τους και υποβάλλονταν σε διπλό έλεγχο, rapid αρχικά και έπειτα μοριακό (PCR) για επαλήθευση, τη μέθοδο-εγγύηση για τους ειδικούς. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Λος Άντζελες τον χειμώνα, οπότε η πανδημία βρισκόταν σε έξαρση.
Η σημασία του διπλού ελέγχου
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ένα υψηλό ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων σε αντίθεση με τα ψευδώς θετικά, ούτως ειπείν τα rapid test είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να δείξουν ως αρνητικό για κορωνοϊό ένα παιδί που έφερε τον ιό. Έπειτα, οι επαναληπτικοί μοριακοί έλεγχοι έδειξαν ότι τα rapid test είχαν εντοπίσει μόνο το 50% των ασυμπτωματικών παιδιών με κορωνοϊό.
Αιτία ήταν το χαμηλό ιικό φορτίο στην πλειοψηφία των παιδιών, εξήγησε ο Δρ Neeraj Sood, διευθυντής της Πρωτοβουλίας για την COVID-19 στο Κέντρο Πολιτικής Υγείας και Οικονομικών Schaeffer του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια, ο οποίος υπήρξε καθησυχαστικός, αναφέροντας ότι η αναλογία ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων σε παιδιά με αυξημένη μεταδοτικότητα είναι χαμηλή.
Το ιικό φορτίο αποτυπώνει την ποσότητα του ιού στον οργανισμό· όσο υψηλότερο, τόσο πιο μεταδοτικός ο φορέας.
Στην περίπτωση της COVID-19, η συγκέντρωση του ιού είναι μικρή στην πρώτη φάση της λοίμωξης και αυξάνεται σταδιακά, αρχίζοντας να μειώνεται μετά την κορύφωσή του και παραμένοντας σε χαμηλά επίπεδα, ακόμη και όταν το άτομο δεν θεωρείται πια μεταδοτικό.
Η μέτρηση του ιικού φορτίου πραγματοποιείται με μοριακούς ελέγχους, οι οποίοι απαιτούν διάστημα αρκετών ωρών μέχρι τα αποτελέσματα, σε αντίθεση με τα rapid τεστ που δίνουν απαντήσεις σε 15 λεπτά.
Ο τακτικός έλεγχος εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη ακρίβεια των ελέγχων ταχείας διάγνωσης κυρίως για τους ασυμπτωματικούς φορείς, επεσήμανε ο Δρ Sood. «Ελέγχοντας τα παιδιά κάθε τέσσερις ή πέντε ημέρες, υπάρχει τεράστια πιθανότητα να εντοπιστούν όταν το φορτίο τους έχει γίνει πια ανισχνεύσιμο [μέσα σε λίγες ημέρες από τη μόλυνση], όταν δηλαδή μπορούν να μεταδώσουν τον ιό», εξήγησε.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Μωρό στις ΗΠΑ έχει κατά 51.418 φορές υψηλότερο ιικό φορτίο του συνηθισμένου
Κορωνοϊός: Ο παράγοντας που αυξάνει κατά 44% την μεταδοτικότητα του ιού
Απαραίτητη η διενέργεια περισσότερων και πιο αξιόπιστων τεστ κορωνοϊού