Οι εξωστρεφείς έφηβοι διατρέχουν μικρότερο μετέπειτα κίνδυνο να εκδηλώσουν άνοια στη ζωή τους, συγκριτικά με τα παιδιά που είναι ντροπαλά, σύμφωνα με νέα αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry.

Επιστημονική ομάδα του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ ανέλυσαν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας 82.000 μαθητών Γυμνασίου, που είχαν υποβληθεί σε τεστ προσωπικότητα την δεκαετία του 1960 και εν συνεχεία αυτά τα στοιχεία διασταυρώθηκαν με την κατάσταση της υγείας τους 50 χρόνια αργότερα.  Την περίοδο 2011 – 2013, όταν οι συμμετέχοντες ήταν πλέον σχεδόν 70 ετών, πάνω από 2.500 διαγνώστηκαν με άνοια.

Τα άτομα που ως έφηβοι ήταν εξωστρεφείς και σωματικά δραστήριοι είχαν 7% λιγότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν άνοια μέχρι την ηλικία των 70 ετών. Επίσης, οι ήρεμοι και ώριμοι έφηβοι είχαν 10% μικρότερο κίνδυνο μετέπειτα να εκδηλώσουν άνοια.

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι τα παιδιά που γενικά έχουν ενέργεια στην εφηβεία είναι πιο πιθανό να είναι σωματικά δραστήρια άτομα σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.

Οι εξωστρεφείς έφηβοι τείνουν να έχουν πολυάσχολη κοινωνική ζωή, κάτι που τους αποτρέπει από την κοινωνική απομόνωση, γνωστός παράγοντας κινδύνου άνοιας.

Αν και προς το παρόν δεν είναι σαφώς πως η μοναχικότητα συντελεί στην άνοια, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η κοινωνική απομόνωση μπορεί να προάγει την εγκεφαλική φλεγμονή ή να καθιστά το άτομο πιθανότερο να ακολουθεί ανθυγιεινό τρόπο ζωής. Επίσης, εικάζουν ότι η κοινωνικότητα μπορεί να κρατά τον εγκέφαλο σε λειτουργικότητα, κάτι που με τη σειρά του προάγει την γνωστική υγεία.

Η Heather Snyder, αντιπρόεδρος στην Αμερικανική Εταιρεία νόσου Αλτσχάιμερ, σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης εξηγεί πως υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών, περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων που συμβάλλουν στον κίνδυνο εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ. Κατά την ίδια, υπάρχει ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω ερευνών που θα διερευνήσουν το πώς αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Η ίδια, υπογραμμίζει ότι, μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι μια παρέμβαση που θα στόχευε στην προσωπικότητα των εφήβων θα ήταν ωφέλιμη.

Ο Δρ. Anton Porsteinsson, διευθυντής του προγράμματος Φροντίδας, Εκπαίδευσης και Έρευνας για τη Νόσο Αλτσχάιμερ του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, που δεν ενεπλάκη στην έρευνα υπενθυμίζει ότι «η μέση ηλικία διάγνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ είναι τα 80 έτη. Θα είχε, επομένως, νόημα οι μετρήσεις αυτές να επαναληφθούν σε περίπου 10 – 15 χρόνια προκειμένου να διαπιστωθεί τι πραγματικά συμβαίνει όταν ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου κορυφώνεται».

Και προειδοποιεί ότι,  η συγκεκριμένη μελέτη δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη της άποψης ότι υπάρχει μια «καλή» και μια «κακή» προσωπικότητα. Η παρορμητικότητα και η νευρικότητα αν και επιδρούν αρνητικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου Αλτσχάιμερ, συμβάλλουν στην ανάπτυξη άλλων δεξιοτήτων.

«Δεν χρειάζεται αναγκαστικά όλα τα παιδιά να είναι ήρεμα και ατάραχα συνέχεια. Δεν θέλουμε όλοι να ταιριάζουν στο ίδιο καλούπι», δήλωσε ο Porsteinsson, καταλήγοντας ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε αυτά τα ευρήματα.