Οι μαθητές που εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης αποδίδουν χειρότερα στις σχολικές εξετάσεις, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Ειδικοί από τη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) παρακολούθησαν 2.400 νέους που εξετάζονταν σε περισσότερες από 10.000 εργασίες συνολικά για το απολυτήριο λυκείου και τις συνέκριναν με τα επίπεδα ρύπανσης μέσα στις αίθουσες εξετάσεων.

Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι η ποιότητα του αέρα είχε εξίσου μεγάλο αντίκτυπο στα αποτελέσματα όσο και το μέγεθος της αίθουσας και ότι τα υψηλά επίπεδα των ρύπων μπορούσαν πράγματι να μειώσουν τους βαθμούς των παιδιών έως και περισσότερο από 3%.

Πιο συγκεκριμένα, ο πιο μολυσμένος αέρας σε περιοχές όπου η υψηλή συγκέντρωση του σωματιδίου PM10 υπερέβαινε τα όρια που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τον συγκεκριμένο ρύπο, προκαλούσε πτώση στην απόδοση των παιδιών κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος, φτάνει να πούμε ότι το όριο του ΠΟΥ για το PM10 είναι 50 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, ενώ η μελέτη αποκάλυψε ότι σε κάποιες αίθουσες εξετάσεων τα επίπεδα ρύπανσης είχαν φτάσει στα 75 μικρογραμμάρια, αριθμός που αποτυπώθηκε ως αρκετά ισχυρός για να μειώσει την απόδοση των παιδιών κατά 3,4%.

Μια άλλη μελέτη που αποτέλεσε μέρος της συγκεκριμένης εργασίας αξιολόγησε 400.000 εργασίες που πραγματοποίησαν έφηβοι στο Ισραήλ, διαπιστώνοντας ότι το σωματίδιο PM 2.5, μια πιο επικίνδυνο εκδοχή του PM10, συνδέεται σημαντικά με την κακή απόδοση.

Ειδικότερα, τα επίπεδα των 25,5 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο και άνω συσχετίστηκαν με πτώση κατά 3% στη βαθμολογία των εξετάσεων, παρά το γεγονός ότι το όριο ασφάλειας που έχει ορίσει ο ΠΟΥ για το συγκεκριμένο σωματίδιο είναι τα 25 μικρογραμμάρια.

Η Δρ. Sefi Roth που διεξήγαγε και τα δύο κομμάτια της έρευνας τόνισε ότι οι μαθητές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν τους την έκθεση στη ρύπανση τις ημέρες των εξετάσεων «περιορίζοντας τις εξωτερικές δραστηριότητες σε μέρες που η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι μεγάλη ή αλλάζοντας τη συνήθη διαδρομή που ακολουθούν για το σχολείο με κάποιον δρόμο πιο ήπιας κυκλοφορίες και λιγότερης ρύπανσης».

«Ένας σύνδεσμος μεταξύ ρύπανσης και γνωστικής απόδοσης θα υποδείκνυε ότι η στενόμυαλη προσήλωση σε παραδοσιακά δείγματα μέτρησης της υγείας, όπως η αυξημένη νοσηλεία και θνησιμότητα, ενδεχομένως να υποτιμούν το πραγματικό κόστος της ρύπανσης, αν λάβουμε υπόψιν ότι η πνευματική διαύγεια και οξύτητα είναι απαραίτητα για την παραγωγικότητα σε πολλά επαγγέλματα», καταλήγει η Δρ. Roth.