Όταν γίνεται σωστά, το παιχνίδι μετατρέπεται στο απόλυτο εργαλείο ανατροφής. Μέσα από αυτό το παιδί ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον κόσμο, μαθαίνει πώς να λειτουργεί σε σχέση με άλλους, συνειδητοποιεί τη θέση του σε μια ομάδα και διδάσκεται πώς να χειρίζεται συγκρούσεις, να διεκδικεί, να υποχωρεί, να ρισκάρει, να ζει…

«Το παιχνίδι είναι το ξεφάντωμα του εφικτού». Δεν θυμάμαι πού είχα διαβάσει την παραπάνω φράση γιατί πάνε πολλά χρόνια. Θυμάμαι ωστόσο πότε ακριβώς πέρασα μαζί της από τη θεωρία στην πράξη. Ηταν τότε που γεννήθηκε ο γιος μου και λίγο μετά όταν κράτησα στην αγκαλιά μου την κόρη μου. Ηταν ακριβώς σε εκείνα τα χρόνια όταν η μελωδία της μητρότητας άρχισε να συνθέτει το ξεφάντωμα ενός παιχνιδιού που με τα πάνω, τα κάτω του, τα «λίγο ακόμη» κρατά μέχρι σήμερα. Γνώριζα ότι το παιχνίδι για το παιδί ξεκινάει από τη στιγμή που γεννιέται, πως η πρώτη του επαφή με το σώμα της μητέρας, τα αγγίγματα, οι ήχοι, οι εικόνες και οι μυρωδιές ισοδυναμούν για εκείνο με μορφές παιχνιδιού. Και κάπως έτσι μπήκα σε ένα παιχνίδι που είχε πάντα ως αφετηρία, φινάλε αλλά και μεγάλο έπαθλο το χαμόγελο του παιδιού: «Μέσα στον πρώτο χρόνο, το βρέφος εξερευνά το περιβάλλον του μέσα από τις αισθήσεις του: βγάζει άναρθρες κραυγές, παρατηρεί κινούμενα αντικείμενα όπως ένα μόμπιλο, κινείται ρυθμικά, πιπιλά τον αντίχειρα ή τα δάχτυλα των ποδιών του, πιάνει με τα χέρια το φαγητό του, ανταποκρίνεται στο “κούκου-τσα” (παιχνίδι που το βοηθά να διαχειρίζεται έναν προσωρινό αποχωρισμό ή μία απώλεια), ρίχνει αντικείμενα κάτω και απολαμβάνει την επίδραση του στο περιβάλλον», λέει η ψυχολόγος Αντιγόνη Κεμερλίογλου και συνεχίζει: «Κάθε φορά που ανταποκρινόμαστε στο κάλεσμά του μέσα από το βλέμμα μας, τα λόγια μας ή το τραγούδι μας το βοηθάμε να αισθάνεται συναισθηματική ασφάλεια ώστε να περάσει στο επόμενο αναπτυξιακό στάδιο. Στην αντίθετη περίπτωση, αν είμαστε αγχωμένοι, υπερπροστατευτικοί ή αδυνατούμε να ανταποκριθούμε στα αισθητηριακά καλέσματά του, αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την αποκοπή του μωρού από τις αισθήσεις του και την αναστολή της συναισθηματικής του ανάπτυξης».

Όσο ο καιρός περνούσε τόσο τα παιχνίδια μας μεγάλωναν μαζί με συμβουλές ειδικών και επιστημονικά συγγράμματα που τόνιζαν πως το παιχνίδι ισούται με μια πρόβα τζενεράλε του παιδιού για την πραγματική ζωή. Το παιχνίδι ενθαρρύνει την ανεξαρτησία, εξάπτει τη φαντασία, απογειώνει τη δημιουργικότητα και ενισχύει την αυτοεκτίμηση και την ανθεκτικότητα του παιδιού. Όπως επισημαίνει η κυρία Κεμερλίογλου, «σύγχρονες έρευνες τονίζουν ότι το παιχνίδι επηρεάζει τη χημική ισορροπία και τη νευρολογική δομή του εγκεφάλου. Πως αποτελεί το “προικιό” του παιδιού που θα το βοηθήσει να μεταβεί ομαλά στην εφηβική και την ενήλικη ζωή του, καθώς όλες οι δεξιότητες που θα έχει κατακτήσει θα μεταφραστούν τόσο σε υγιή και πολύπλευρη ανάπτυξη όσο και σε ψυχοσυναισθηματική ισορροπία. Το παιχνίδι ισούται για ένα παιδί με μια φυσική πανοπλία που θα το βοηθά να αντιμετωπίζει στρεσογόνες ή τραυματικές καταστάσεις για όλη την υπόλοιπη ζωή του».

Ουκ εν τω πολλώ
Στο παιχνίδι αυτό έκανα και λάθη. Φόρτωσα δωμάτια με «εκπλήξεις», σπατάλησα χρόνο και χρήμα στην εξεύρεση του τέλειου παιχνιδιού, είπα αμέτρητα «ναι» στην παράκληση «μαμά, θέλω κι αυτό, κι εκείνο και το άλλο» μέχρι τη στιγμή που σταδιακά άρχισα να διακρίνω στο βλέμμα των παιδιών μια παγερή αδιαφορία απέναντι σε κάθε νέο τους απόκτημα. «Το να φορτώνουμε ένα παιδί με παιχνίδια είναι πράγματι λάθος γιατί με αυτόν τον τρόπο δεν του επιτρέπουμε να εξασκήσει τον μυ της φαντασίας του και να καλλιεργήσει την ευρηματικότητά του», λέει η ψυχολόγος και συνεχίζει: «Σύντομα το παιδί μπουκώνει και ασχολείται πολύ λίγο με κάθε καινούριο που αποκτά, ενώ στο τέλος το παρατάει αφού γνωρίζει ότι ένα επόμενο θα πάρει γρήγορα τη θέση του. Δεν καταλαβαίνουμε ότι σε συμβολικό επίπεδο του περνάμε το μήνυμα ότι όλα είναι αναλώσιμα είτε αφορά σε παιχνίδια, είτε κατ’ επέκταση στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους! Κάπως έτσι, τα παιδιά έχουν εν δυνάμει τα πάντα αλλά δεν τα απολαμβάνουν. Είναι ανόρεκτα. Τα λίγα παιχνίδια προσφέρουν καλύτερα οφέλη μακροπρόθεσμα διότι ενισχύουν τη δημιουργικότητα, τη φαντασία και την επινοητικότητα του παιδιού, το ωθούν στο να βρίσκει εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, όπως το διάβασμα και η ζωγραφική, ενώ το διδάσκουν να μαθαίνει να φροντίζει περισσότερο τα πράγματά του (και άρα τη σχέση του με τους ανθρώπους). Εν κατακλείδι, οι γονείς χρειάζεται να κάνουν καλή διαχείριση των παιχνιδιών: να μην τα βγάζουν όλα μαζί, να αποθηκεύουν κάποια και να τα εισάγουν όποτε κρίνεται απαραίτητο και να θυμούνται πάντα ότι οι άνθρωποι δεν σταματούν να παίζουνε επειδή γερνάνε. Γερνάνε επειδή σταματούν να παίζουνε…».

Με την επιστημονική υποστήριξη της Αντιγόνης Κεμερλίογλου, ψυχολόγου-παιγνιοθεραπεύτριας.