Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Emory University μας δίνουν παραπάνω λόγους για να επικεντρωθούμε στην καρδιαγγειακή μας υγεία, δείχνοντας, σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Alzheimer’s Disease, ότι η καλή καρδιακή υγεία ισοδυναμεί με την καλή εγκεφαλική υγεία.

Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας ορίζει την καλή καρδιαγγειακή υγεία σύμφωνα με επτά τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου (γλυκόζη στο αίμα, χοληστερόλη, αρτηριακή πίεση, δείκτη μάζας σώματος, σωματική δραστηριότητα, υγιεινή διατροφή και αποφυγή καπνίσματος). Όσο υψηλότερη είναι η βαθμολογία αυτών των παραγόντων τόσο καλύτερη είναι η υγεία της καρδιάς και τόσο χαμηλότερος ο κίνδυνος καρδιαγγειακών παθήσεων.

Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ιδανικοί παράγοντες καρδιαγγειακής υγείας ωφελούν επίσης την εγκεφαλική υγεία και τη γνωστική γήρανση, ωστόσο δεν έχει γίνει ακόμα σαφής ο ρόλος των γονιδίων και του περιβάλλοντος στη σχέση μεταξύ των παραγόντων καρδιαγγειακής υγείας και της γνωστικής φθοράς.

Μελετώντας ζευγάρια διδύμων από την καταγραφή Διδύμων του Βιετνάμ (VET), οι ερευνητές κατάφεραν να παρατηρήσουν τη σχέση ανάμεσα στην καρδιαγγειακή υγεία και τη γνωστική απόδοση των συμμετεχόντων, η οποία ίσως να εξηγείται από γενετικούς παράγοντες ή/και την έκθεση σε περιβαλλοντικούς παράγοντες ή συμπεριφορές που είναι κοινά σε μέλη της ίδιας οικογένειας.

Οι μελέτες διδύμων αποτελούν ένα συγκεκριμένο είδος επιδημιολογικής μελέτης που επιτρέπει στους ερευνητές να εξετάζουν το συνολικό ρόλο των γονιδίων και του περιβάλλοντος σε ένα στοιχείο της συμπεριφοράς ή σε μια διαταραχή. Στα μονοζυγωτικά δίδυμα το γενετικό υλικό είναι κοινό κατά 100%, ενώ τα διζυγωτικά δίδυμα μοιράζονται κατά μέσο όρο του 50% του γενετικού υλικού. Για ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ή μια ιατρική κατάσταση, οποιαδήποτε περαιτέρω ομοιότητα μεταξύ των μονοζυγωτικών διδύμων συγκριτικά με τα διζυγωτικά, υποδεικνύει περισσότερο κάποιο γενετικό στοιχείο παρά κάποιο περιβαλλοντικό. Για το λόγο αυτό, οι μελέτες διδύμων εξυπηρετούν στο διαχωρισμό μεταξύ «φύσης – ανατροφής».

«Η μελέτη μας σε ολόκληρο το δείγμα των διδύμων επιβεβαίωσε ότι η καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία σχετίζεται με καλύτερη γνωστική υγεία σε διάφορους τομείς. Η ανάλυση υπέδειξε ότι οι οικογενειακοί παράγοντες που μοιράζονται τα δίδυμα εξηγούν ένα μεγάλο μέρος του συσχετισμού και άρα ίσως να είναι σημαντικοί τόσο για την καρδιαγγειακή όσο και για την εγκεφαλική υγεία», σημειώνει η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Viola Vaccarino, καθηγήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Rollins και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Emory.

Για να προσδιορίσουν αν αυτοί οι οικογενειακοί παράγοντες οφείλονταν σε γενετικά ή περιβαλλοντικά στοιχεία, οι ερευνητές στρωματοποίησαν την ανάλυση μεταξύ των διδύμων για να δουν αν η σχέση μεταξύ καρδιαγγειακής υγείας και γνωστικής λειτουργίας ήταν διαφορετική ανάμεσα στα μονοζυγωτικά και τα διζυγωτικά δίδυμα.

Ο συσχετισμός εντός του κάθε ζευγαριού διδύμων αποδείχθηκε παρόμοιος στα μονοζυγωτικά και στα διζυγωτικά δίδυμα, επομένως οι οικογενειακοί παράγοντες όπως το  οικογενειακό περιβάλλον, η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και εκπαίδευση και η συμπεριφορά των γονέων – περισσότερο από τα γενετικά στοιχεία – ίσως είναι σημαντικοί προάγγελοι τόσο της καρδιαγγειακής όσο και της εγκεφαλικής υγείας. Η ερμηνεία αυτή ίσως εξηγεί έτσι κάποιους από τους συσχετισμούς μεταξύ καρδιαγγειακής υγείας και γνωστικής κατάστασης.

«Η βελτίωση της κατάστασης του πληθυσμού σε καρδιαγγειακό επίπεδο, έχει την προοπτική να μειώσει το βάρος που προκαλεί η άνοια μαζί με τις καρδιακές παθήσεις. Επειδή οι καρδιαγγειακοί παράγοντες είναι τροποποιήσιμοι, η πρόληψη των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και η προώθηση του υγιούς τρόπου ζωής από την ημέρα της γέννησης ενός παιδιού θα επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα για την ενίσχυση όχι μόνο της καρδιαγγειακής αλλά και της γνωστικής υγείας», αναφέρει καταληκτικά ο Ambar Kulshreshtha, συγγραφέας και επίκουρος καθηγητής οικογενειακής και προληπτικής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Emory.