Νέα θεραπευτική τακτική προτείνουν Βρετανοί επιστήμονες για την αντιμετώπιση της πολλαπλής σκλήρυνσης, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από τις υπάρχουσες φαρμακευτικές αγωγές.

Στην πολλαπλή σκλήρυνση ως γνωστόν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται λανθασμένα στο νευρικό σύστημα θεωρώντας το ως εχθρό. Σήμερα υπάρχουν φάρμακα που προσπαθούν να επιβραδύνουν την νόσο ελέγχοντας την λειτουργία των επιθετικών κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.

Ωστόσο αυτό που εδώ και χρόνια διάφορες επιστημονικές ομάδες επιχειρούν να πετύχουν είναι να εξαλείψουν τα επιθετικά ανοσοκύτταρα και έτσι να ωθήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα να σταματήσει να επιτίθεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Η θεωρία αυτή βασίζεται στη λογική της μεταμόσχευσης αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων, που έχει ήδη εφαρμοστεί στην αντιμετώπιση διαφόρων καρκίνων. Η λογική είναι δια χημειοθεραπείας να «εξοντωθεί» το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή και στη συνέχει με έγχυση βλαστοκυττάρων είτε από τον ίδιο τον πάσχοντα, είτε από δότη, να αναδομηθεί το ανοσοποιητικό σύστημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει επιχειρηθεί η μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση σε διάφορα κέντρα, παγκοσμίως, αλλά ενέχει αρκετές παρενέργειες και έτσι απέχει πολύ από την ευρεία χρήση της ως θεραπευτική τακτική.

Όμως, από τα προκαταρκτικά αποτελέσματα τυχαιοποιημένης κλινικής δοκιμής, που δημοσιεύονται στο The Journal of the American Medical Association (JAMA), προκύπτει ότι μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές θεραπείες για την πολλαπλή σκλήρυνση.

«Σύγκριση, σημείο προς σημείο, δεν έχει ξαναγίνει και η μελέτη μας αποδεικνύει ότι πραγματικά η μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων έχει υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας», λέει ο Paolo Muraro, νευρολόγος στο Κολέγιο Imperial του Λονδίνου.

Ο αιματολόγος Richard Burt έχει διαπιστώσει εδώ και 30 χρόνια ότι η μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με λέμφωμα και λευχαιμία, αλλά είχε μια περίεργη παρενέργεια: μετά την αναδόμηση του ανοσοποιητικού συστήματος οι ασθενείς δεν ήταν πια καλυμμένοι από τα εμβόλια που είχαν κάνει σε παιδική ηλικία, αφού χωρίς νέο εμβολιασμό τα νέα ανοσοκύτταρα δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν κλασσικούς εχθρούς, όπως ο ιός της ερυθράς ή της ιλαράς. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί ότι στην περίπτωση μιας αυτοάνοσης πάθησης, όπως η πολλαπλή σκλήρυνση, η ανακίνηση του ανοσοποιητικού συστήματος θα βοηθούσε το σώμα να «ξεχάσει» ότι τα ίδια του τα κύτταρα είναι ο «εχθρός».

Στην παρούσα μελέτη ο Δρ. Burt και οι συνεργάτες του συγκρότησαν ομάδα 110 ασθενών με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση, τη συχνότερη μορφή της νόσου, όπου οι ασθενείς παρουσιάζουν εξάρσεις και υφέσεις. Οι συμμετέχοντες είχαν τουλάχιστον δύο υποτροπές τους προηγούμενες 12 μήνες, παρά το γεγονός βρίσκονταν υπό θεραπευτική αγωγή.

Οι μισοί ασθενείς συνέχισαν την θεραπεία αλλά με αλλαγή του σκευάσματος που δεν ήταν αποτελεσματικό με άλλο καλύτερο. Οι άλλοι μισοί υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Αυτό πρακτικά σήμαινε αρχικά την συλλογή αίματος από τον καθένα, την επεξεργασία του και την επανέγχυση του. Επίσης τους χορηγήθηκε φαρμακευτικό κοκτέιλ που εξόντωσε τα περισσότερα από τα ανοσοκύτταρά τους.

Έναν χρόνο αργότερα, οι επιστήμονες πόσο είχε εξελιχθεί η νόσος σε κάθε ομάδα ασθενών. Για την αξιολόγηση της αναπηρίας χρησιμοποιήθηκε μια κλίμακα από το 0 έως το 10. Σχεδόν το 25% της ομάδας που είχε κάνει μόνο φαρμακευτική αγωγή είχε τουλάχιστον μια μονάδα επιδείνωσης του σκορ αναπηρίας. Στην ομάδα της μεταμόσχευσης το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόνο 2%.

Οι μαγνητικές τομογραφίες έδειξαν επίσης λιγότερες εκτεταμένες αλλοιώσεις στην ομάδα της μεταμόσχευσης και βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής σύμφωνα με αυτοαναφορές των ασθενών. Πέντε χρόνια αργότερα το 15% των ασθενών που είχαν υποβληθεί σε μεταμόσχευση είχαν υποτροπιάσει, έναντι του 85% της ομάδας αυτών που είχαν ακολουθήσει τα κλασσικά φαρμακευτικά θεραπευτικά σχήματα.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, όπως παραδέχεται η επιστημονική ομάδα δύο από τα αποτελεσματικότερα φάρμακα για την πολλαπλή σκλήρυνση δεν συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Και αυτό διότι, η οκρελιζουμπάμπη, την περίοδο που γινόταν η συγκριτική μελέτη, δεν είχε εγκριθεί και η αλεμτουζουμάμπη εξαιρέθηκε διότι μειώνει τα ανοσοκύτταρα και ενδεχομένως να είχε αυξήσει τον κίνδυνο επιπλοκών στους ασθενείς.

Εν κατακλείδι, οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων έμειναν δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο. Δεν αναφέρθηκε κανένας θάνατος ή σοβαρή για τη ζωή των ασθενών επιπλοκή.

Αλλά παρόλα αυτά υπάρχει σκεπτικισμός ακόμα για την θεραπεία, κυρίως επειδή η χημειοθεραπεία ενέχει τον κίνδυνο λοιμώξεων και επιπλοκών. Συνεπώς, ο Δρ. Muraro διευκρινίζει ότι η μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων δεν είναι κατάλληλη για όλους τους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, αλλά για όσους έχουν την υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα μορφή και πριν εξελιχθεί σε προοδευτική νόσο, κατά την οποία υπάρχει σταδιακή επιδείνωση. Άρα, κατάλληλοι υποψήφιοι είναι το 15-20% των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση.