Μία απλή εξέταση θα συμβάλλει στην πρόβλεψη των περιπτώσεων προκαρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας που μπορεί να εξελιχθούν σε πιο σοβαρές, βοηθώντας στην λήψη της σωστής απόφασης για το αν απαιτείται ή όχι χειρουργική επέμβαση σύμφωνα με νέα μελέτη της οποίας ηγήθηκαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου.

Για χιλιάδες νέες γυναίκες με διάγνωση τραχηλικής δυσπλασίας, η απόφαση για το πώς θα προχωρήσουν ενδέχεται να είναι αβέβαιη, πολύπλοκη και δύσκολη. Η πλειονότητα των περιπτώσεων ενδοεπιθηλιακής νεοπλασίας του τραχήλου τύπου 2 (CIN2) θα υποστρέψουν χωρίς να εξελιχθούν σε καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, κάτι όμως που δεν ισχύει σε όλες. Οι γυναίκες με μεσαίου βαθμού δυσπλασία ενδέχεται να πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της άμεσης χειρουργικής αντιμετώπισης ή της βραχυχρόνιας παρακολούθησης.

Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Clinical Infectious Diseases είναι εφικτό να εντοπιστούν οι γυναίκες με μέτριου βαθμού δυσπλασία που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο αυτή να εξελιχθεί σε σοβαρή δυσπλασία (CIN3).

Στην κλινική μελέτη συμμετείχαν 149 γυναίκες από τη Φινλανδία με μέσο όρο ηλικίας τα  26 έτη όπου είχαν διαγνωστεί με CIN2. Φάνηκε ότι η εξέταση μεθυλίωσης DNA S5 αποτελεί τον καλύτερο δείκτη πρόβλεψης της εξέλιξης της νόσου σε CIN3. Υπολογίζεται ότι το 30-80% των CIN3 αλλοιώσεων θα εξελιχθεί σε τραχηλικό καρκίνο αν παραμείνει αθεράπευτο. Η αποτελεσματικότητα αυτής της απλής εξέτασης θεωρήθηκε πολύ καλύτερη από τις μεθόδους που ήδη χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της αντίστοιχης νόσου.

Η μελέτη δείχνει ότι οι περισσότερες γυναίκες με δυσπλασία του τραχήλου της μήτρας μπορούν να παρακολουθηθούν χωρίς να υποβληθούν άμεσα σε χειρουργική επέμβαση.

Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι αυτή η ανακάλυψη θα οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στην ιατρική πρακτική με πιο ενεργή παρακολούθηση και λιγότερες χειρουργικές παρεμβάσεις. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει επίσης σε εξοικονόμηση χρημάτων τόσο από τη θεραπεία όσο και από τα περιστατικά φροντίδας πρόωρων βρεφών.

«Είναι τρομακτικό οι τις γυναίκες με πιθανώς σοβαρή δυσπλασία να ενημερώνονται ότι αυτή μπορεί να εξελιχθεί σε καρκίνο αν δεν υποβληθούν σε χειρουργείο. Δυστυχώς, η χειρουργική επέμβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε επίπονη και αγχώδη διαδικασία αποκατάστασης. Στο μέλλον οι εγκυμοσύνες έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά αποβολής, μόλυνσης ή πρόωρου τοκετού. Η μελέτη μας δείχνει ότι οι περισσότερες γυναίκες με μέτρια δυσπλασία μπορούν να παρακολουθηθούν χωρίς θεραπεία μέχρι η νόσος να υποχωρήσει. Αυτό δίνει στις γυναίκες μία καλύτερη ευκαιρία για εύκολες και ασφαλέστερες εγκυμοσύνες στο μέλλον».