Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο McMaster εντόπισαν νέους βιοδείκτες στα ούρα για τη διάγνωση του Συνδρόμου του Ευερέθιστου Εντέρου, δημιουργώντας ελπίδες για καλύτερες θεραπείες και μείωση της ανάγκης για τη δαπανηρή και επεμβατική διαδικασία της κολονοσκόπησης που πολλές φορές χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της διάγνωσης, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς για τον αποκλεισμό επικίνδυνων νόσων. Η σχετική έρευνα δημοσιεύθηκε στο Metabolomics.

Οι διαθέσιμες στην επιστημονική κοινότητα πληροφορίες γύρω από τις αιτίες πρόκλησης του Συνδρόμου Ευερέθιστου Εντέρου είναι μέχρι στιγμής λίγες. Πρόκειται για μια χρόνια και συχνά εξουθενωτική γαστρεντερική διαταραχή που επηρεάζει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων των οποίων η διάγνωση είναι περίπλοκη. Οι ασθενείς βιώνουν ένα τεράστιο φάσμα συμπτωμάτων και οι θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες.

«Τα διαγνωστικά τεστ για το Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου περιλαμβάνουν μια μακρά διαδικασία αποκλεισμού άλλων σχετικών εντερικών διαταραχών, όπως οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου. Αυτό που ενδιαφέρει εμάς είναι να βρούμε αν υπάρχει ένας καλύτερος τρόπος διάγνωσης και παρακολούθησης του Συνδρόμου, με τον οποίο θα αποφεύγεται η επεμβατική πρακτική της κολονοσκόπησης, ενώ παράλληλα θα μας δίνει καλύτερη πληροφόρηση για τους υποκείμενους μηχανισμούς», σημειώνει ο Philip Britz-McKibbin, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στο Τμήμα Χημείας και Χημικής Βιολογίας του Πανεπιστημίου McMaster.

Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μελέτες μεταβολικού προφίλ, συγκρίνοντας δείγματα ούρων από μια κοόρτη πασχόντων από Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου και μιας υγιούς ομάδας ελέγχου. Ανακάλυψαν, λοιπόν, για πρώτη φορά, διακριτές μεταβολικές υπογραφές που ήταν αυξημένες στους πάσχοντες από το Σύνδρομο. Διάφοροι μεταβολίτες συσχετίστηκαν με την υποβάθμιση του κολλαγόνου, κάτι το οποίο οι ερευνητές πιστεύουν ότι προέρχεται από το έντερο, υποδεικνύοντας την ύπαρξη κάποιας βλάβης στην κυτταρική επένδυση του παχέος εντέρου, η οποία και φέρει επιπτώσεις στη φυσιολογική του λειτουργία.

Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα ευρήματά τους ενδεχομένως να επιτρέψουν την ανάδειξη μιας θεραπείας ρουτίνας για την παρακολούθηση των ασθενών με Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου, η οποία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διατροφικών ή/και φαρμακευτικών παρεμβάσεων.

Προς το παρόν, πάντως, επεκτείνουν την εργασία τους προκειμένου να ανακαλύψουν νέους βιοδείκτες στα ούρα, μέσω των οποίων θα μπορούν να διαφοροποιήσουν τη νόσο Crohn από την ελκώδη κολίτιδα στα παιδιά, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα μπορέσουν να αποφύγουν τις κολονοσκοπήσεις στο σύνολό τους. Αυτό ενδεχομένως να επιτρέψει τις άμεσες και γρήγορες εξετάσεις και άρα την έγκαιρη διάγνωση για διάφορες χρόνιες εντερικές διαταραχές με μεγαλύτερη ακρίβεια και μικρότερο κόστος.