Παρόλο που ο καρκίνος του πνεύμονα και αυτός που εντοπίζεται στους βρόγχους αποτελεί την κύρια αιτία θανάτου από καρκίνο στις ΗΠΑ, το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης είναι μεγαλύτερο του 50%, σύμφωνα με πρόσφατα στατιστικά στοιχεία. Ωστόσο, η πλειοψηφία των περιστατικών καρκίνου του πνεύμονα διαγιγνώσκονται μετά τη μετάσταση του καρκίνου.

Προηγούμενες μελέτες στον τομέα αυτό περιελάμβαναν αναδρομική ανάλυση ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα και ανάλυση των ατόμων υψηλού κινδύνου που υποβάλλονταν σε εξετάσεις για την ασθένεια. Μια νέα μελέτη, όμως, αποσκοπεί στην προοπτική πρόβλεψη των περιπτώσεων καρκίνου του πνεύμονα ανάμεσα στο γενετικό πληθυσμό που παρουσιάζει πνευμονικούς όζους.

«Ο καρκίνος του πνεύμονα είναι συνήθως ασυμπτωματικός στα πρώτα στάδια της νόσου, γι’αυτό και ο εντοπισμός των ατόμων υψηλού κινδύνου αποτελεί σημαντική προτεραιότητα», αναφέρει σχετικά η Barbara Nemesure, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Cancer Prevention Research και διευθύντρια του Προγράμματος Πρόληψης και Ελέγχου του Καρκίνου και του Προγράμματος Καρκίνου του Πνεύμονα στο Αντικαρκινικό Κέντρο Stony Brook της Νέας Υόρκης,.

Για τη διεξαγωγή της μελέτης, λοιπόν, η Δρ. Nemesure και η ομάδα της ανέλυσαν δεδομένα 2.924 ασθενών με πνευμονικούς όζους, από τους οποίους εξαιρέθηκαν όσοι είχαν ιστορικό καρκίνου του πνεύμονα ή είχαν σχετική διάγνωση εντός έξι μηνών από την αρχική σύσκεψη για τη μελέτη. Οι συμμετέχοντες εντάχθηκαν τυχαία στις κοόρτες εντοπισμού (1.469 ασθενείς) και επαλήθευσης (1.455 ασθενείς), με 171 από αυτούς να αναπτύσσουν καρκίνο του πνεύμονα κατά την περίοδο της μελέτης (13 χρόνια).

Οι ερευνητές συγκέντρωσαν τα κλινικά και ακτινολογικά δεδομένα με στόχο να δημιουργήσουν ένα μοντέλο πρόβλεψης κινδύνου. Χρησιμοποιώντας μια ανάλυση πολλών μεταβλητών, διαπίστωσαν ότι οι συνδυαστικές μεταβλητές της ηλικίας, του μακροχρόνιου καπνίσματος, του ιστορικού καρκίνου, της παρουσίας χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας (ΧΑΠ) και χαρακτηριστικών των όζων όπως το μέγεθος, η διαύγεια και η παρουσία οιδημάτων, θα μπορούσαν να προβλέψουν ποιος από τους ασθενείς στην κοορτή ανακάλυψης θα αναπτύξει καρκίνο των πνευμόνων. Οι παράγοντες αυτοί συνδυάστηκαν προκειμένου να δημιουργηθεί μια γενική βαθμολογία κινδύνου ώστε να διαχωριστούν οι ασθενείς σε κατηγορίες υψηλού και χαμηλού κινδύνου.

Όταν η βαθμολογία αυτή εφαρμόστηκε και στην κοορτή επανάληψης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το μοντέλο αυτό θα μπορούσε να διακρίνει τον κίνδυνο καρκίνου με ευαισθησία της τάξης του 73% και ακρίβεια της τάξης του 81%. Όπως αποδείχθηκε, συγκριτικά με τα άτομα στην κατηγορία χαμηλού κινδύνου, οι ασθενείς υψηλού κινδύνου είχαν 14 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα.

«Μέσα από το μοντέλο που δημιουργήσαμε, μπορούμε να εντοπίσουμε τους ανθρώπους με πνευμονικούς όζους, οι οποίοι θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά, έτσι ώστε να προλάβουμε την ασθένεια σε πρώιμο στάδιο και τελικά να μειώσουμε τα περιστατικά θανάτου από καρκίνο του πνεύμονα. Παρόλο που η πλειονότητα των πνευμονικών όζων δεν εξελίσσονται σε καρκίνο, είναι ζωτικής σημασίας η αναζήτηση μεταγενέστερης φροντίδας από την πλευρά των ασθενών», σημειώνει σε σχόλιό της η Δρ. Nemesure.