Ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και της γλυκόζης του αίματος μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην πρόληψη μιας συχνής μορφής αρρυθμίας και της επακόλουθης ανάγκης για τοποθέτηση βηματοδότη, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open.

Σε μια ανάλυση περισσότερων από 6.000 Φινλανδών ασθενών από ερευνητές του UC San Francisco, διαπιστώθηκε ότι περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις καρδιακού αποκλεισμού (κοινής μορφής αρρυθμία) προέκυψαν λόγω υψηλής αρτηριακής πίεσης ή υπεργλυκαιμίας.

Συγκεκριμένα, ο Δρ. Marcus και οι συνάδελφοί του χρησιμοποίησαν την Έρευνα Υγείας Mini-Finland, η οποία αντιπροσώπευε τον πληθυσμό της Φινλανδίας ηλικίας 30 ετών και άνω και συνίστατο από μια συνέντευξη στο σπίτι και μια κλινική εξέταση. Οι επιστήμονες αρχικά εξέτασαν 6.146 καυκάσιους ασθενείς που είχαν εγγραφεί στη μελέτη από το 1978 έως το 1980 και στη συνέχεια ανέλυσαν τα νοσοκομειακά αρχεία των ασθενών από το 1987 έως το 2011 για να προσδιορίσουν τα περιστατικά καρδιακού αποκλεισμού.

Σε μια μέση παρακολούθηση 25 ετών, 58 ασθενείς ανέπτυξαν κολποκοιλιακό αποκλεισμό. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι παράγοντες της μεγάλης ηλικίας, του φύλου (άνδρες), της υψηλής συστολικής αρτηριακής πίεσης, της υψηλής γλυκόζης νηστείας, του ιστορικού εμφράγματος του μυοκαρδίου και του ιστορικού συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας αύξαναν κάθε ένας ξεχωριστά την πιθανότητα εμφάνισης της ασθένειας.

Από αυτά τα δεδομένα προσδιορίστηκαν δύο άμεσα τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου: για κάθε 10 mm αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης υπήρχε 22% μεγαλύτερος κίνδυνος και κάθε 1 mm αύξηση στη γλυκόζη νηστείας είχε ως αποτέλεσμα 19% μεγαλύτερο κίνδυνο. Λαμβάνοντας υπόψη τη γενίκευση αυτών των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου στον πληθυσμό και υποθέτοντας ότι υπάρχουν αιτιώδεις σχέσεις για αυτό, εκτιμάται ότι η ιδανική αρτηριακή πίεση θα είχε αποτρέψει το 47% των κολποκοιλιακών αποκλεισμών στους 58 ασθενείς και η φυσιολογική γλυκόζη νηστείας θα είχε αποτρέψει το 11% των περιστατικών.

Ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός συμβαίνει όταν η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι εξασθενημένη ανάμεσα στις τέσσερις κοιλίες της καρδιάς, συνήθως λόγω ίνωσης ή σκλήρυνσης, γεγονός που πολλοί ασθενείς αισθάνονται συχνά σαν η καρδιά τους να «χάνει» κάποιο παλμό.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν βηματοδότες και κάθε χρόνο εμφυτεύονται 600.000 νέες συσκευές. Ωστόσο, ενώ αποτελεί μια κοινή θεραπεία και διαδικασία χαμηλού κινδύνου, ο βηματοδότης μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, καθώς ενέχει υψηλό κίνδυνο μόλυνσης μέσα και γύρω από την καρδιά. Ωστόσο, η έρευνα που έχει γίνει σχετικά με το κατά πόσο οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να αποτρέψουν τον καρδιακό αποκλεισμό και ποιοι λαοί κινδυνεύουν περισσότερο είναι προς το παρόν περιορισμένη.

«Ενδεχομένως αυτό να συμβαίνει ακριβώς επειδή οι βηματοδότες αντιμετωπίζουν άμεσα και επιτυχημένα τις περιπτώσεις καρδιακών αποκλεισμών που προηγουμένως είχαν αποτύχει στην πρόληψη αυτής της σοβαρής ασθένειας. Εκτός από την πρόληψη και τη θεραπεία του εμφράγματος του μυοκαρδίου και της καρδιακής ανεπάρκειας, η αποτελεσματική θεραπεία της υπέρτασης και η διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων σακχάρου στο αίμα μπορεί να είναι χρήσιμες στρατηγικές πρόληψης», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Gregory Marcus, καρδιολόγος του UCSF.

Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που βασίζεται σε μία συγκεκριμένη κοινότητα για την αξιολόγηση της πιθανής συσχέτισης μεταξύ των κοινών τροποποιήσιμων καρδιαγγειακών κινδύνων και της εμφάνισης καρδιακού αποκλεισμού που απαιτεί εμφύτευση βηματοδότη.

Οι συγγραφείς σημειώνουν, πάντως, ότι η μελέτη έγινε σε αποκλειστικά Καυκάσιο πληθυσμό και συνέστησε προσοχή στην εφαρμογή των ευρημάτων και σε άλλους πληθυσμούς, με τον Δρ. Marcus να τονίζει ότι «δεδομένης της γενίκευσης του καρδιακού αποκλεισμού στον πληθυσμό των αρσενικών ενηλίκων, καθώς και των πολλαπλών κινδύνων που σχετίζονται με τους βηματοδότες, θα ήταν χρήσιμο να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα για αυτή τη σχέση».