Τη σημασία της μαγνητικής τομογραφίας παρά το υψηλό της κόστος, στην ανίχνευση του καρκίνου του μαστού στις γυναίκες με πυκνούς μαστούς  επιβεβαιώνουν νέα δεδομένα που δημοσιεύονται στο Journal of the National Cancer Institute.

Σχεδόν το 10% των γυναικών έχουν πυκνούς μαστούς, με τις κατευθυντήριες οδηγίες όμως να μη συνιστούν πρόσθετες εξετάσεις πέραν της μαστογραφίας, εκτός αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό ή γενετικός κίνδυνος για κληρονομούμενο καρκίνο του μαστού όπου προτείνεται ο γονιδιακός έλεγχος.

Όμως η συγκεκριμένη κατηγορία γυναικών αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο εμφάνισης της νόσου, με τις μαστογραφίες να κρίνονται αναποτελεσματικές στην ανίχνευση του καρκίνου του μαστού, παρόλο που η μαστογραφία με σκιαγραφικό υγρό (CESM), είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την διαφοροδιάγνωση μαστογραφικών ευρημάτων.

Στη συγκεκριμένη έκθεση, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια μεγάλη δοκιμή προληπτικού ελέγχου καρκίνου του μαστού που διεξήχθη προηγουμένως σε γυναίκες στην Ολλανδία, όπως και άλλες προσεγγίσεις για τη μοντελοποίηση των αποτελεσμάτων του καρκίνου του μαστού, με στόχο να διερευνήσουν την αποδοτικότητα που θα είχε η προσθήκη μιας μαγνητικής τομογραφίας στον καθιερωμένο έλεγχο των γυναικών με πυκνούς μαστούς.

Για την ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές προσομοίωσαν διάφορες στρατηγικές απεικόνισης, χρησιμοποιώντας τη μαστογραφία και την μαγνητική τομογραφία, και έκαναν μια σύγκριση μεταξύ της μαγνητικής τομογραφίας κάθε δύο χρόνια με τη μαστογραφία κάθε δύο χρόνια.

Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι μόνο η μαστογραφία κάθε δύο χρόνια, αν και είχε μικρότερο κόστος, δεν βελτίωσε τις πιθανότητες επιβίωσης από τον καρκίνο του μαστού. Προσθέτοντας τη μαγνητική τομογραφία (MRI) κάθε δύο χρόνια, αύξανε το κόστος αλλά δεν πρόσθετε υψηλότερο κέρδος σε χρόνια ζωής.

Οι περισσότερες στρατηγικές που περιλάμβαναν μόνο τη μαστογραφία ήταν αναποτελεσματικές στην ανίχνευση του καρκίνου του μαστού, λόγω της περιορισμένης ευαισθησίας της εξέτασης σε σύγκριση με τη μαγνητική τομογραφία. Ωστόσο, ένας συνδυασμός μαστογραφίας και μαγνητικής τομογραφίας κάθε δύο χρόνια ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ανίχνευσης του καρκίνου του μαστού.

Όταν μεγάλωναν τα διαστήματα μεταξύ των διαγνώσεων, το συνολικό κόστος μειωνόταν ενώ ελάχιστες ήταν οι μορφές καρκίνου που δεν ανιχνεύθηκαν.

Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι εξετάσεις μαγνητικής τομογραφίας κάθε 4 χρόνια είχαν το χαμηλότερο κόστος, αλλά ο έλεγχος μόνο με μαγνητική τομογραφία κάθε 3 χρόνια ήταν επίσης μια αποδεκτή «χρυσή» τομή αποδοτικότητας και κόστους.

Διαβάστε επίσης: 

Μαστογραφία: Πόσο επικίνδυνη είναι η ακτινοβολία της εξέτασης

Μαστογραφία: Σε ποιες γυναίκες δεν παρέχουν όφελος