Ερευνητές από την Ελβετία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανακάλυψαν συγκεκριμένα μοτίβα δραστηριότητας στον εγκέφαλο ατόμων με αυτισμό, τα οποία ίσως χρησιμοποιηθούν στο μέλλον ως θεραπευτικοί βιοδείκτες.
Η θεωρία των επιστημόνων έγκειται στο ότι μακροπρόθεσμα οι γιατροί θα είναι σε θέση να διερευνήσουν κατά πόσον ορισμένες θεραπείες μπορούν να τροποποιήσουν τα εγκεφαλικά μοτίβα των ασθενών προς την κατεύθυνση των υγειών μοτίβων, επιτυγχάνοντας ενδεχομένως βελτίωση της κατάστασης των ασθενών με αυτισμό.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Science Translational Medicine αξιολόγησε δεδομένα από 800 και πλέον ασθενείς με αυτισμό, οι οποίοι κατηγοριοποιήθηκαν σε τέσσερις ξεχωριστές ομάδες, με τους επιστήμονες να ακολουθούν την ίδια μέθοδο ανάλυσης και επεξεργασίας και για τις τέσσερις. Μπόρεσαν έτσι να επαναλάβουν τα ευρήματά τους σε κάθε ομάδα ξεχωριστά.
Προηγούμενες μελέτες έχουν αποφανθεί ότι εάν η νευρωνική δραστηριότητα του εγκεφάλου μεταβληθεί ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες περιοχές, αυτές οι περιοχές σχηματίζουν δίκτυα και επικοινωνούν μεταξύ τους, διαδικασία την οποία οι επιστήμονες αποκαλούν «λειτουργική συνδεσιμότητα». Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιστήμονες έχουν διερευνήσει επανειλημμένως τα μοτίβα λειτουργικής συνδεσιμότητας ατόμων με αυτισμό τα τελευταία δέκα χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να έχουν καταλήξει σε κάποιο κοινό συμπέρασμα λόγω των διαφορετικών μεθόδων που ακολουθήθηκαν.
Στη συγκεκριμένα μελέτη, λοιπόν, οι ερευνητές κατάφεραν να βγάλουν ένα πόρισμα. «Ορισμένα αποτελέσματα εμφανίζονται σταθερά και στις τέσσερις ομάδες και διαφέρουν από τα μοτίβα των ατόμων ελέγχου», σχολιάζει ο Δρ. Juergen Dukart από το Ινστιτούτο Νευροεπιστημών και Ιατρικής Jülich, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης. Αυτό θα επέτρεπε τη χρήση αυτών των μοτίβων συνδεσιμότητας ως θεραπευτικών βιοδεικτών, δηλαδή ως μετρήσιμων βιολογικών παραμέτρων για τη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου: «Στη θεραπευτική αγωγή, μπορεί πλέον κάποιος να προσπαθήσει να επηρεάσει τα μοτίβα συνδεσιμότητας με τέτοιο τρόπο ώστε να προσομοιάζουν σε αυτά των υγιών ατόμων» εξηγεί ο Δρ. Dukart. Ωστόσο, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για τη χρήση αυτού του βιοδείκτη στην ενδεχόμενη αλλοίωση της λειτουργικής συνδεσιμότητας σε ασθενείς με αυτισμό.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν, πάντως, ότι η λειτουργική συνδεσιμότητα στον αυτιστικό εγκέφαλο δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή από ό,τι στα υγιή άτομα, αλλά ότι μετατοπίζεται από τη μία περιοχή του εγκεφάλου στην άλλη. Αυτές οι μετατοπίσεις προκαλούν τοπική υποσύνδεση ή υπερσύνδεση στους νευρώνες του εγκεφάλου, η οποία, σύμφωνα με τη μελέτη, σχετίζεται με τα συμπτώματα των Διαταραχών Αυτιστικού Φάρματος (π.χ. διαταραχές ομιλίας).
Το ελπιδοφόρο μήνυμα της εν λόγω μελέτης είναι ότι τα αποτελέσματα μπορεί να βοηθήσουν στη βελτιστοποίηση των υφιστάμενων θεραπειών ή στην αξιολόγηση νέων θεραπευτικών επιλογών.