Πιθανή θα πρέπει να θεωρείται η κάθετη μετάδοση, κατά την εγκυμοσύνη, από τη μητέρα στο κυοφορούμενο έμβρυο, όπως επισημαίνει σε σχετική επιστολή της η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, Αναστασία Κωνσταντινίδου, προς την Ελληνική Εταιρεία Περιγεννητικής Ιατρικής και την Ελληνική Εταιρεία Μαιευτικής-Γυναικολογίας.

Ειδικότερα, η κυρία Κωνσταντινίδου από το Α’ Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, στην επιστολή της, αναφέρει χαρακτηριστικά «την πιθανότητα κάθετης μετάδοσης του COVID-19 κατά την εγκυμοσύνη και τις τρέχουσες οδηγίες για τους αντίστοιχους χειρισμούς μετά τον τοκετό. Η κάθετη μετάδοση συμβαίνει είτε 1) ενδομητρίως με αιματογενή διαπλακουντιακή μετάδοση από το αίμα της μητέρας στο αίμα του εμβρύου, όταν ο ιός διαπερνά τον αιματοπλακουντιακό φραγμό, είτε 2) κατά τον τοκετό με την άμεση επαφή του νεογνού με κολπικές εκκρίσεις, ούρα, κόπρανα της μητέρας (γεννητικά υγρά)».

Η καθηγήτρια θέτει υπόψη της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας την πρόσφατη αναθεώρηση των Οδηγιών του Βρετανικού Κολλεγίου Μαιευτήρων-Γυναικολόγων (RCOG), όπου αναφέρεται ότι «η κάθετη μετάδοση του ιού θεωρείται πλέον πιθανή», ανεξάρτητα από την κλινική σημασία που μπορεί να έχει το γεγονός αυτό.

Δύο αναφορές έχουν καταδείξει την παρουσία ανοσοσφαιρινών IgM έναντι του SARS-COV-2 στον ορό νεογνών κατά τη γέννηση. Δεδομένου ότι οι ανοσοσφαιρίνες IgM είναι μακρομόρια που συνήθως δεν διαπερνούν τον πλακουντιακό φραγμό, η παρουσία τους στον ορό των νεογνών κατά τη γέννηση φαίνεται να υποδηλώνει νεογνική ανοσολογική αντίδραση σε ενδομήτρια αιματογενή διαπλακουντιακή λοίμωξη.

Σε προηγούμενες αναφορές συνολικά 55 περιστατικών από την Κίνα και 43 από τη Νέα Υόρκη δεν υπήρξαν ενδείξεις για κάθετη μετάδοση του ιού μετά από έλεγχο RΤ-PCR. Επ’ αυτού η κυρία Αναστασία Κωνσταντινίδου επισημαίνει ότι «μόνο σε εννέα περιστατικά έχει γίνει έλεγχος σε αίμα ομφαλίου λώρου, αμνιακό υγρό και δείγματα πλακούντα, ενώ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο έλεγχος έγινε μόνο σε ρινοφαρυγγικό επίχρισμα, πράγμα το οποίο δεν αποκλείει επ’ ουδενί την αιματογενή διαπλακουντιακή μετάδοση του ιού».

Η ανίχνευση RNA του ιού στο ρινοφαρυγγικό επίχρισμα αφορά κυρίως:

1) τον τρόπο μετάδοσης μέσω σταγονιδίων από το περιβάλλον,
2) πιθανή κάθετη μετάδοση μέσω άμεσης επαφής με τον γεννητικό σωλήνα κατά τον κολπικό τοκετό, και
3) σε περίπτωση ενδομήτριας αμνιακής λοίμωξης και μόλυνσης του αμνιακού υγρού, (π.χ. χοριοαμνιονίτιδα), θεωρητικά θα ήταν πιθανόν να ανιχνευθεί ο ιός στο ρινικό ή φαρυγγικό επίχρισμα του νεογνού, δεδομένου ότι το έμβρυο ενδομητρίως εισροφεί και καταπίνει αμνιακό υγρό.

Μέχρι στιγμής δεν έχουν αναφερθεί διεθνώς ιστολογικά αποτελέσματα από μελέτη πλακούντων COVID-19 (+) μητέρων για παρουσία χοριοαμνιονίτιδας ή άλλης φλεγμονώδους ιστοπαθολογίας.

Οι πλακούντες των δύο COVID-19-θετικών ελληνίδων μητέρων που γέννησαν στο Αττικό Νοσοκομείο εξετάσθηκαν στη μονάδα Περιγεννητικής Παθολογοανατομίας, Α΄ Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, ΕΚΠΑ, και δεν παρατηρήθηκε εικόνα χοριοαμνιονίτιδας ή πλακουντίτιδας συμβατή με αμνιακή λοίμωξη.

Τα συνολικά αποτελέσματα είναι ακόμα υπό επεξεργασία και θα ανακοινωθούν σύντομα.

Συνεπώς, η κυρία Κωνταντινίδου καταλήγει στη διαπίστωση ότι «η κάθετη αιματογενής διαπλακουντιακή μετάδοση του κορωνοϊού στην εγκυμοσύνη θεωρείται πλέον πιθανή, ανεξάρτητα από την κλινική σημασία που μπορεί να έχει το γεγονός αυτό».

Και προς αυτό κρίνει «σκόπιμο να τροποποιηθούν οι χειρισμοί που αποσκοπούν στον έλεγχο και αποκλεισμό αιματογενούς διαπλακουντιακής μετάδοσης από τη μητέρα στο έμβρυο, και η δειγματοληψία για ανίχνευση λοίμωξης στο νεογνό, εφ’ όσον ενδείκνυται, να περιλαμβάνει και αίμα ομφαλίου λώρου».