Είναι πλέον γνωστό ότι οι Ιογενείς Ηπατίτιδες (λοιμώξεις από ιούς που προκαλούν ηπατίτιδα) ευθύνονται για εκατομμύρια θανάτους σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο (υπολογίζεται ότι ξεπερνά το 1,5 εκατομμύριο), περισσότερους δηλαδή και από τους θανάτους που προκαλούνται από τον ιό του HIV/AIDS, την ελονοσία και την φυματίωση.

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες υπολογίζεται ότι οι θάνατοι από τις Ιογενείς Ηπατίτιδες θα αυξηθούν κατά 123,5% μέχρι το 2030 (ιδιαίτερα για την ηπατίτιδα C).

Το παράδοξο όμως είναι, ότι παρά το βαρύ τίμημα από τις ηπατίτιδες οι συνέπειες από τα νοσήματα είναι υποεκτιμημένα. Πολλοί ασθενείς δυστυχώς δεν γνωρίζουν ότι έχουν την λοίμωξη ή αγνοούν τις συνέπειες της νόσου. Επομένως υπάρχει ανάγκη η Πολιτεία, οι επιστημονικές εταιρείες αλλά και οι σύλλογοι ασθενών να ανοίξουν το θέμα της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης.

Το 2010 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) όρισε την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ιογενών Ηπατιτίδων ως μία από τις μόλις τέσσερις επίσημες Παγκόσμιες Ημέρες Υγείας, η οποία γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 28 Ιουλίου.

Οι ιοί που προκαλούν ηπατίτιδα είναι πέντε (Α,Β,C,D και Ε). Οι ιοί ηπατίτιδας Β και C πολλές φορές δεν απομακρύνονται μετά την οξεία μόλυνση και προκαλούν χρόνια φλεγμονή, κίρρωση και ηπατοκυτταρικό καρκίνο, αν αφεθούν χωρίς θεραπεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ηπατοκυτταρικός Καρκίνος είναι η τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου παγκοσμίως, με 750.000 νέες περιπτώσεις και 650.000 θανάτους ανά έτος.

Στη Ελλάδα, η επίπτωση του Ηπατοκυτταρικού Καρκίνου είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη με 12 νέους καρκίνους ανά 100.000 άνδρες και 4,6 νέους καρκίνους ανά 100.000 γυναίκες ανά έτος. Οι περισσότερες περιπτώσεις Ηπατοκυτταρικού Καρκίνου στην Ελλάδα σχετίζονται με τις χρόνιες ηπατίτιδες Β και C.

Τα αισιόδοξα νέα είναι ότι, οι Χρόνιες Ιογενείς Ηπατίτιδες είναι νοσήματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν και σε πολλές περιπτώσεις να ιαθούν πλήρως, εφόσον βέβαια υπάρξει έγκαιρη διάγνωση των ασθενών και χορήγηση της κατάλληλης θεραπείας.

Στη θεραπευτική προσέγγιση της Χρόνιας Ηπατίτιδας Β, βασικός στόχος είναι η επίτευξη της μακροχρόνιας ύφεσης με πλήρη καταστολή του ιικού πολλαπλασιασμού, ενώ στη Χρόνια Ηπατίτιδα C στόχος της θεραπείας είναι η εκρίζωση του ιού και η πλήρης ίαση της νόσου.

Για την ηπατίτιδα Β, φάρμακα πρώτης επιλογής είναι τα αντιικά από του στόματος που μπορούν και επιφέρουν την ύφεση σε όλους πρακτικά τους ασθενείς. Η μακροχρόνια ύφεση εξασφαλίζει μείωση των επιπλοκών της νόσου και μειώνει τον κίνδυνο για καρκίνο. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα Β που λαμβάνουν την αντιική αγωγή έχουν ποσοστά επιβίωσης παρόμοια με τον γενικό πληθυσμό.

Η θεραπεία της Ηπατίτιδας C στηρίζεται σήμερα σε από του στόματος αντιικά φάρμακα που χορηγούνται σε διάφορους συνδυασμούς, συνήθως για 8-12 εβδομάδες και επιτυγχάνουν εκρίζωση του ιού και συνεπώς ίαση σε>95% των ασθενών. Οι σύγχρονες θεραπείες είναι πολύ καλά ανεκτές με ελάχιστη πιθανότητα παρενεργειών.

Για τα άτομα που έχουν Ηπατίτιδα Β και C, η βελτίωση της πρόσβασης στον προσυμπτωματικό έλεγχο και της παραπομπής για θεραπεία θα αυξήσει το ποσοστό των ατόμων που θα λάβουν θεραπεία και έτσι θα επιτύχουμε μακροπρόθεσμα μείωση των επιπλοκών και των θανάτων. Όπως αναφέρεται παραπάνω, οι νέες αναδυόμενες θεραπείες για την Ηπατίτιδα C μπορούν να εξαλείψουν τον ιό στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών που θα λάβουν θεραπεία.

Παρά τις εντυπωσιακές θεραπευτικές εξελίξεις, πολλοί άνθρωποι που ζουν με Ηπατίτιδα Β ή C στη χώρα μας δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να επωφεληθούν από τις διαθέσιμες θεραπείες. Υπολογίζεται ότι τελικά μόλις το 10% των πασχόντων θα λάβουν θεραπεία, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη για βελτίωση της στρατηγικής, τόσο στην ανεύρεση των ασθενών, όσο και τη δυνατότητα παραπομπής τους στα κατάλληλα ηπατολογικά κέντρα και μονάδες της χώρας.

Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν υιοθετήσει τη στρατηγική εκρίζωσης της ηπατίτιδας C. Οι μέχρι σήμερα, δράσεις για την εκρίζωση της χρόνιας ηπατίτιδας C στη χώρα μας περιλαμβάνουν τη δωρεάν χορήγηση των νέων αντικών φαρμάκων σε όλους τους ασθενείς, την άμεση πρόσβαση των ασθενών για αντιμετώπιση στα εξωτερικά ιατρεία και τον έλεγχο για την ηπατίτιδα C όχι μόνο για τα άτομα των ομάδων υψηλού κινδύνου για ηπατίτιδα C αλλά και για όλα τα άτομα του γενικού πληθυσμού που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1980. Αυτή η σύσταση αναμένεται να βελτιώσει σημαντικά το πρόβλημα της υποδιάγνωσης της ηπατίτιδας C.

Σημαντικό ζήτημα είναι η αντιμετώπιση του στιγματισμού των ασθενών και η καταπολέμηση της άγνοιας. Αυτή η άγνοια οδηγεί τους ανθρώπους να υποθέσουν ότι δεν κινδυνεύουν λόγω και της απουσίας συμπτωμάτων, ενώ παράλληλα τους αποτρέπει από το να υποβληθούν σε εξετάσεις και να αρχίσουν θεραπεία. Έτσι, αφενός μεν αυξάνεται ο κίνδυνος περαιτέρω μετάδοσης της λοίμωξης, λόγω ανεπαρκούς ενημέρωσης για τους τρόπους μετάδοσης και αντιμετώπισης, αφετέρου δε ενισχύεται ο στιγματισμός των φορέων και των πασχόντων.

Σε όλες αυτές τις εξελίξεις, η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Ήπατος (ΕΕΜΗ) παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο και αποτελεί σημαντικό παράγοντα καθορισμού των εξελίξεων αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες με βάση την επιστημονική εγκυρότητα και το δικαίωμα όλων των ασθενών στην πρόσβαση στα νέα αντιικά φάρμακα.

Η ΕΕΜΗ δραστηριοποιείται έντονα στο χώρο της Ηπατίτιδας με συνεχή προσφορά στην πρόληψη, τη θεραπεία, καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Η ανάπτυξη της επικοινωνίας και ενημέρωσης με τους επαγγελματίες υγείας, τους ασθενείς, αλλά και εκείνους που ενδιαφέρονται να ενημερωθούν γενικότερα, είτε ανήκουν στο χώρο της υγείας είτε όχι, αποτέλεσε και θα αποτελεί πρωταρχική μέριμνα της επιστημονικής εταιρείας. Η ΕΕΜΗ επίσης υποστηρίζει την εκπαίδευση και την έρευνα στο πεδίο της ιογενούς ηπατίτιδας και συμβάλλει στη διάδοση των μηνυμάτων με στόχο την επαγρύπνηση του κοινού.