Με αποδεκατισμένο αλλά και γηρασμένο ιατρικό προσωπικό θα γιορτάσει τα 36ά γενέθλιά του το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ). Παρά την ωραιοποιημένη εικόνα των δημόσιων νοσοκομείων και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) που επιμένουν να παρουσιάζουν οι επικεφαλής του υπουργείου Υγείας, το σκηνικό που διαμορφώνεται, σε ό,τι αφορά τους γιατρούς και συνεπώς τις υπηρεσίες υγείας που μπορούν να παρέχουν, είναι μελανό – κι αυτό το διαπιστώνουν πρωτίστως οι ασθενείς. Οι τοποθετήσεις συμβασιούχων (επικουρικών) γιατρών από την Αριστοτέλους βαφτίζονται με ευκολία προσλήψεις και οι προκηρύξεις για τους μόνιμους γιατρούς στις υπουργικές ανακοινώσεις παρουσιάζονται σαν να έχουν ήδη ολοκληρωθεί και τα δημόσια νοσοκομεία να έχουν κατακλυστεί από γιατρούς.

Ωστόσο, στα νοσοκομεία ένταση καταγράφεται μόνο στο κύμα των γιατρών προς την πόρτα της εξόδου: τα τελευταία πέντε χρόνια συνταξιοδοτούνται σε ετήσια βάση περί τους 350 γιατρούς, με τις εκτιμήσεις του ιατρικού σώματος για το επόμενο έτος να είναι ακόμη πιο δυσοίωνες, καθώς αναμένεται υπερδιπλασιασμός των προς αποχώρηση γιατρών. Πρόκειται για εκείνους που αποτέλεσαν τον κορμό του ΕΣΥ το διάστημα 1983-1993 και μέχρι το 2020 θα συμπληρώσουν τα 67 τους χρόνια και επομένως θα συνταξιοδοτηθούν.

Και όσοι, όμως, από τους μόνιμους ειδικευμένους γιατρούς παραμένουν βρίσκονται επίσης κοντά στην έξοδο. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ), ο μέσος όρος ηλικίας των γιατρών του ΕΣΥ είναι τα 60 έτη.

Οι περισσότεροι γιατροί είναι συντονιστές διευθυντές και διευθυντές, ενώ οι επιμελητές Α’ και Β’ αποτελούν μικρό κομμάτι του νοσοκομειακού δυναμικού. Αυτό μεταφράζεται σε ένα δραματικό κενό όσον αφορά τη συνέχεια στη μεταλαμπάδευση κλινικής γνώσης και πείρας. Είναι, όπως περιγράφουν επιμελητές Β’, σαν να υπάρχει σε κάθε νοσοκομείο ένας στρατός με πολλούς στρατηγούς και ελάχιστους στρατιώτες, κάτι που αυτομάτως προκαλεί αναταράξεις και δυσχέρειες σε κάθε «επιχείρηση» – είτε είναι τα επείγοντα, είτε οι εφημερίες, είτε τα καθήκοντα εντός της κλινικής κ.ο.κ. Αντιθέτως, στο ρεύμα εισόδου στα νοσοκομεία εντοπίζονται κυρίως οι επικουρικοί, δηλαδή οι συμβασιούχοι γιατροί οι οποίοι αποτελούν πλέον το 5,5% των γιατρών του ΕΣΥ. Μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2018 υπήρχαν 1.091 επικουρικοί γιατροί εντός του συστήματος και άλλοι 1.000 στις σχετικές λίστες με τους επικουρικούς που τηρούνται σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια (ΥΠΕ).

Την περασμένη Δευτέρα έληξαν οι συμβάσεις 494 επικουρικών γιατρών -οι 333 ήταν σε νοσοκομεία και 161 σε Κέντρα Υγείας- καθώς ολοκληρώθηκε η θητεία τους και δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί πλέον η μισθοδοσία τους. Αλλοι 597 επικουρικοί γιατροί έχουν ενταχθεί σε πρόγραμμα ΕΣΠΑ και η θητεία τους έχει παραταθεί ως τις 31/1/2019. Στο υπουργείο Υγείας προγραμμάτιζαν να προχωρήσουν σε συμβάσεις με νέο επικουρικό προσωπικό -προεκλογική περίοδος γαρ- αλλά μετά τις πιέσεις διευθυντών κλινικών και διοικητών να μη χαθούν οι συμβασιούχοι και η εμπειρία τους, οι εμβαλωματικές λύσεις ανασχεδιάστηκαν: ανεπίσημα οι διευθυντές έχουν ενημερωθεί πως μπορούν να συντάσσουν κάποιου τύπου συστατική επιστολή για τους 494 επικουρικούς που υπηρέτησαν στην κλινική τους, περιγράφοντας την κατάρτιση και την πρόοδό τους αλλά και την κατεπείγουσα ανάγκη να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.

Με αυτό το έγγραφο θα καταθέτουν εκ νέου την αίτησή τους οι επικουρικοί γιατροί ελπίζοντας στη μοριοδότησή τους από τις ΥΠΕ στις νέες τοποθετήσεις. Οι 597 γιατροί που έπρεπε να αποχωρήσουν από το ΕΣΥ στο τέλος Ιανουαρίου μπορούν να έχουν βάσιμες ελπίδες για 10μηνη παράταση της θητείας τους, μια και ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός ανακοίνωσε πως εξασφαλίστηκε πρόσθετο κονδύλι ΕΣΠΑ, ύψους 20 εκατ. ευρώ, για την πληρωμή τους. «Την ώρα που υπάρχουν χιλιάδες κενά (περίπου 6.500 κενές θέσεις γιατρών δίνει το ίδιο το υπουργείο Υγείας), αντί να μονιμοποιηθούν οι επικουρικοί, που τους κρατάνε ομήρους χρόνια ολόκληρα, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας εξαπατά εξαγγέλλοντας λιγοστές προσλήψεις οι οποίες είναι μάλιστα άγνωστο πότε θα γίνουν. Οπως έγινε με τις 415 προσλήψεις μόνιμων γιατρών στα ΤΕΠ, οι οποίες εκκρεμούν από τον Απρίλιο που έγινε η προκήρυξη, και με τις 760 προκηρύξεις (από τις 2.760 που είχαν εξαγγελθεί για το 2017 και το 2018) που δεν έγιναν ποτέ», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), Ηλίας Σιώρας. Σύμφωνα με τον ίδιο, σε όλο το ΕΣΥ υπηρετούν περίπου 20.000 γιατροί, ειδικευμένοι, ειδικευόμενοι και επικουρικοί.

Οι ειδικευόμενοι γιατροί αποτελούν ένα ακόμη κακοραμμένο μπάλωμα στο ΕΣΥ: αυτό που γίνεται πλέον στα δημόσια νοσοκομεία είναι να βγάζουν οι ειδικευόμενοι δουλειά ειδικευμένου γιατρού, όσον αφορά τόσο τις ώρες εργασίας όσο και τις ευθύνες, αλλά με μισθό ειδικευομένου. Το πιο νευραλγικό κομμάτι του ΕΣΥ, αυτό με τους γιατρούς που εκπαιδεύονται για να μπορέσουν στη συνέχεια να προσφέρουν τις υπηρεσίες στο σύστημα, δημόσιο και ιδιωτικό, τα τελευταία χρόνια έχει παραλύσει. «Υπάρχουν κλινικές χωρίς ειδικευόμενους και ιατρικές ειδικότητες που αναζητούν γιατρό επί μήνες. Ποιος θα υπηρετήσει στο Σύστημα Υγείας αν δεν εκπαιδευτούν γιατροί; Το υπουργείο, αντί να δει κατάματα την πραγματικότητα και να εκπονήσει κάποιο σχέδιο για να αντιμετωπίσει τα τεράστια κενά, επέλεξε την εύκολη λύση της παράτασης της ιατρικής ειδικότητας μέχρι δύο ή και περισσότερα χρόνια», υπογραμμίζει η πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, Ματίνα Παγώνη.