Διεθνής επιστημονική ομάδα, υπό τον συντονισμό του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ στη Βρετανία, υποστηρίζει ότι ανακάλυψε την αιτία που ο ιός SARS-CoV-2 είναι τόσο μολυσματικός και μπορεί να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα στα ανθρώπινα κύτταρα.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του επιστημονικού περιοδικού Science, πρόκειται για μια πραγματικά σημαντική ανακάλυψη, καθώς περιγράφεται στη σχετική μελέτη πως η ικανότητα του κορωνοϊού να μολύνει ανθρώπινα κύτταρα μπορεί να χαλιναγωγηθεί από αναστολείς που μπλοκάρουν την αλληλεπίδραση μεταξύ ιού και ξενιστή.

Η διαπίστωση αυτή ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για νέα πιθανή αντι-ιική θεραπεία.

Ο μηχανισμός δράσης του SARS-CoV-2

Ο νέος κορωνοϊός, εν αντιθέσει με τους αλλους γνωστούς κορωνοϊούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα και αναπνευστικές λοιμώξεις, έχει αποδειχθεί υπερμολυσματικός και υπερμεταδοτικός. Οι επιστήμονες παλεύουν λοιπόν να απαντήσουν σε πλήθος ερωτημάτων, μεταξύ των οποίων γιατί ο SARS-CoV-2 μολύνει και όργανα εκτός του αναπνευστικού συστήματος, όπως η καρδιά και ο εγκέφαλος.

Όπως είναι γνωστό, ο νέος κορωνοϊός για να μολύνει τον άνθρωπο θα πρέπει πρώτα να προσκολληθεί στην επιφάνεια των κυττάρων που αποικίζουν το αναπνευστικό ή το γαστρεντερικό σύστημα. Μόλις προσδεθεί στην επιφάνεια των κυττάρων εισβάλλει εντός τους και πολλαπλασιάζεται. Εν συνεχεία τα αντίγραφά του διασπείρονται συμβάλλοντας στη μετάδοση του SARS-CoV-2.

Η διαδικασία προσκόλλησης και εισβολής στα ανθρώπινα κύτταρα γίνεται από την ιική πρωτεΐνη ακίδα «S». Η κατανόηση της διαδικασίας για της οποίας η πρωτεΐνη «S» αναγνωρίζει τα ανθρώπινα κύτταρα είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ανάπτυξη αντι-ιικών θεραπειών και εμβολίων κατά της νόσου COVID-19.

Η «συμμαχία» με τη πρωτεΐνη νευροπιλίνη-1

Η διεθνής επιστημονική ομάδα υπό τον καθηγητή Πήτερ Καλλεν από τη Σχολή Βιοχημείας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, τον Δρ Γιοχέι Γιαμαουτσι, επίκουρο καθηγητή Ιολογίας στην Σχολή Κυτταρικής και Μοριακής Ιατρικής και τον Δρ Μπόριε Σιμονετι, χρησιμοποίησε πολλές προσεγγίσεις για να ανακαλύψει πως ο SARS-CoV-2 αναγνωριζει την πρωτεΐνη νευροπιλίνη-1 στην επιφάνεια των ανθρωπίνων κυττάρων για να μπορέσει να προκαλέσει τη λοίμωξη.

«Μελετώντας την αλληλουχία της πρωτεΐνης S μας εντυπωσίασε η παρουσία μιας μικρότερης αλληλουχίας αμινοξέων που έμοιαζαν να μπορούν να μιμηθούν μια πρωτεϊνική αλληλουχία που υπάρχει στις ανθρώπινες πρωτεΐνες και οι οποίες αλληλεπιδρούν με την νευροπιλίνη-1. Αυτό μας έκανε να υποθέσουμε ότι ίσως η πρωτεΐνη S σχετίζεται με την νευροπιλίνη-1 και έτσι προσβάλλει τα ανθρώπινα κύτταρα. Πράγματι, μέσω πειραμάτων επιβεβαιώσαμε ότι η πρωτεΐνη S πράγματι προσδένεται στην νευροπιλίνη-1», γράφουν οι ερευνητές.

Στη συνέχεια οι επιστήμονες απέδειξαν σε κυτταρικές σειρές ότι η αλληλεπίδραση αυτή ενισχύει την ικανότητα του SARS-CoV-2 να εισβάλλει στα ανθρώπινα κύτταρα.

Μονοκλωνικά αντισώματα βάζουν «φρένο» στον κορωνοϊό

Αλλά αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι, με τη βοήθεια μονοκλωνικών αντισωμάτων (εργαστηριακά παραγόμενες πρωτεΐνες που μοιάζουν με τα φυσικά αντισώματα που παράγει ο ανθρώπινος οργανισμός) ή με ένα φάρμακο που μπλοκάρει την αλληλεπίδραση SARS-CoV-2 και νευροπιλίνης-1, οι ερευνητές μπόρεσαν να μειώσουν την ικανότητα του κορωνοϊού να μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα.

«Πρόκειται για σημαντική διαπίστωση που ανοίγει νέους δρόμους στη μάχη κατά της νόσου COVID-19. Για να νικήσουμε τον νέο κορωνοϊό θα πρέπει να βασιστούμε σε ένα αποτελεσματικό εμβόλιο και ένα “οπλοστάσιο” αντι-ιικών θεραπευτικών», υπογραμμίζει η επιστημονική ομάδα στο άρθρο της στο Science.