Η πρόληψη είναι υποβαθμισμένη στη συνείδηση των πολιτών, στην πρακτική των γιατρών και στις επιλογές της Πολιτείας, όπως προκύπτει από στατιστικά στοιχεία που δείχνουν χαμηλά ποσοστά διενέργειας των βασικών προληπτικών εξετάσεων στη χώρα μας, με μεγάλες διαφορές μεταξύ των κοινωνικο-οικονομικών τάξεων.

Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, ο κ. Γιάννης Τούντας, Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου ανέφερε ότι, το 60% των γυναικών ηλικίας 21-69 ετών έχουν κάνει Τεστ ΠΑΠ τα τρία τελευταία χρόνια, ενώ το ποσοστό αυτό θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 90%. Επίσης, η εξέταση κοπράνων για ανίχνευση αιμορραγίας του πεπτικού (SOBT), εξέταση η οποία συμβάλλει στη διάγνωση του καρκίνου παχέος εντέρου, νόσου που αν και εμφανίζει υψηλά ποσοστά θνησιμότητας, εν τούτοις μπορεί να προληφθεί, έχει γίνει τα τελευταία τρία χρόνια μόνο από το 8,3% των γυναικών ηλικίας 50-69 ετών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άντρες είναι 10,9%.

Ενδεικτικά, βάσει των Πρωτοκόλλων για τον περιοδικό προσυμπτωματικό έλεγχο, η προτεινόμενη συχνότητα για επανάληψη των παρακάτω εξετάσεων είναι:

  • βασικός εργαστηριακός έλεγχος και εξέταση για αρτηριακή πίεση ανά τριετία και ανά διετία για τις ηλικίες κάτω των 50 ετών
  • κολονοσκόπηση ανά δεκαετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών
  • οστική πυκνότητα ανά διετία για τις ηλικίες άνω των 50 ετών
  • εξέταση PSA ανά τριετία για τους άντρες άνω των 50 ετών
  • τεστ ΠΑΠ και γυναικολογική εξέταση ανά διετία για τις γυναίκες 21-70 ετών
  • μαστογραφία ανά διετία για τις γυναίκες 40-75 ετών

Οι οδηγίες διαφοροποιούνται σημαντικά στην περίπτωση που η πρώτη φάση των εξετάσεων αναδείξει παθολογικά ευρήματα.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2014, βασικές αιτίες θανάτου στην Ελλάδα, είναι τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (40,3%), τα νεοπλάσματα (25,6%) και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος (10,8%). Οι κυριότεροι προδιαθεσικοί παράγοντες για θάνατο στη χώρα μας είναι η υπέρταση (25%), το κάπνισμα (19,3%), η υψηλή χοληστερόλη (11,6%), η παχυσαρκία (8,3%), η ελλιπής σωματική άσκηση (5%) κ.α.,

Ο κ. Τούντας τόνισε, ότι είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό από τον πληθυσμό ότι το 75% των παραγόντων που οδηγούν σε πρόωρο θάνατο μπορούν να ελεγχθούν και να αντιμετωπιστούν σε σημαντικό βαθμό μέσω της πρόληψης. Επίσης, μία συνολική προσέγγιση συστηματικών πολιτικών προαγωγής υγείας, όπως ορίζονται από τη Διεθνή Διακήρυξη Προαγωγής Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1986), θα μπορούσε να επιφέρει τουλάχιστον 10 επιπλέον χρόνια ζωής για τον πληθυσμό.

Στο διάστημα μεταξύ 1990-2015 η Ελλάδα κατάφερε να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής από τα 77,2 χρόνια στα 81,1. Παρόλα αυτά, η θέση της χώρας μας στην κατάταξη των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών έπεσε από την 3η στην 12η, ενώ σύμφωνα με τρέχουσες έρευνες του 2019 η Ελλάδα πλέον κατατάσσεται ακόμα πιο χαμηλά, στην 18η θέση, αποδεικνύοντας ότι υπάρχει ακόμα μεγάλο περιθώριο βελτίωσης στις συνθήκες ζωής των Ελλήνων, αλλά και στις πολιτικές υγείας.

Η παλαιότερη υψηλή κατάταξη της Ελλάδας οφειλόταν κυρίως στη Μεσογειακή διατροφή στο εύκρατο μεσογειακό κλίμα, στο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που κατοικούσε εκτός αστικών περιοχών, στην ενασχόλησή του με επαγγέλματα της υπαίθρου, καθώς και στη διατήρηση ισχυρών κοινωνικών δεσμών και θεσμών, που επηρεάζουν όχι μόνο την κοινωνική ευεξία αλλά και τη σωματική υγεία και θνησιμότητα. Η μεγαλύτερη αύξηση του προσδόκιμου ζωής που εμφάνισαν οι υπόλοιπες χώρες δεν οφείλεται μόνο στα βελτιωμένα συστήματα υγείας, αλλά κυρίως στην έμφαση που δόθηκε στους λοιπούς θετικούς παράγοντες, όπως είναι αφ’ ενός η στροφή στην υγιεινή ζωή που βασίζεται σε σωστή διατροφή, σωματική άσκηση και μείωση του καπνίσματος και αφ’ ετέρου στη θέσπιση ισχυρής πολιτικής για την πρόληψη και την κοινωνική αλληλεγγύη.

Ο κύριος Τούντας υπογράμμισε το γεγονός ότι σύμφωνα με έρευνες και ειδικές μετρήσεις δεικτών ισορροπημένης διατροφής, έχει καταγραφεί ότι οι Έλληνες δεν ακολουθούν συστηματικά τις οδηγίες της Μεσογειακής διατροφής, ενώ σε μεγάλο ποσοστό (40%) δεν ασκούνται. Ανησυχητικά είναι επίσης και τα στοιχεία της έρευνας Hellas Health VI (2015) που δείχνουν ότι μόνο το 41% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας έχει κανονικό βάρος, δηλαδή Δείκτη Μάζας Σώματος μικρότερο από 25 [ΔΜΣ = βάρος (kg)/ύψος2 (m2)].

Η αντιμετώπιση των αιτιολογικών παραγόντων που καθορίζουν τα επίπεδα και την πορεία της υγείας μας, όπως είναι το κάπνισμα, η διατροφή, η σωματική άσκηση, η παχυσαρκία και το στρες, αποτελεί την Πρωτογενή Πρόληψη, ενώ ο προληπτικός έλεγχος με τις ιατρικές εξετάσεις αποτελεί τη Δευτερογενή Πρόληψη. Σύμφωνα με τον κ. Τούντα, η Δευτερογενής πρόληψη είναι καθοριστική για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση παθολογικών ευρημάτων, όμως συνέστησε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στον τρόπο ζωής του πληθυσμού προκειμένου να ελεγχθούν οι αιτιολογικοί παράγοντες και να αποφευχθούν οι πρόωροι θάνατοι.

«Είναι λάθος να θεωρούμε ότι ο προληπτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση, αλλά πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το προσωπικό προφίλ, το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, η ηλικία, το φύλο και μια σειρά άλλων παραγόντων που μας υποδεικνύει πάντα ο θεράπων ιατρός μας», ανέφερε.

«Όταν μιλάμε για προστασία της υγείας, δεν αρκεί μόνο να προστατεύουμε την “αρνητική” υγεία προλαμβάνοντας τα νοσήματα, τον πρόωρο θάνατο και την αναπηρία, αλλά πρέπει να ενισχύουμε και την “θετική” υγεία, δηλαδή την σωματική, πνευματική και κοινωνική ευεξία» πρόσθεσε αναφερόμενος στις τρεις πτυχές για την επίτευξη της Δημόσιας Υγείας: Πρόληψη Αρρώστιας, Προστασία Υγείας και Προαγωγή Υγείας.

Η προαγωγή της υγείας αποτελεί μια πιο σύγχρονη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία για να επιτύχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα για τα επίπεδα υγείας, δεν αρκούν οι προληπτικές εξετάσεις και η έγκαιρη καταπολέμηση των ασθενειών, αλλά απαιτείται και η έγκαιρη παρέμβαση στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι αρμόδιοι φορείς, μέσω της Αγωγής Υγείας και της ενίσχυσης της ατομικής πρόληψης, εκπαιδεύουν τον πληθυσμό προκειμένου τα άτομα να αποκτήσουν τη δεξιότητα να αντιμετωπίζουν σωστά τα θέματα της υγείας τους, πχ με διακοπή του καπνίσματος, σωστή διατροφή και αντιμετώπιση του στρες. Παράλληλα, μέσω της Προαγωγής της Υγείας, που εστιάζει στην πρόληψη στο επίπεδο της κοινότητας, παρεμβαίνουν σε όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την υγεία όπως είναι η φτώχεια, η ελλιπής διατροφή, η ανεπαρκής εκπαίδευση, οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, η ανεργία, η υποβαθμισμένη κατοικία κ.α.