Κάποιες από τις παραδοσιακές χορτόσουπες και κρεατόσουπες μπορούν να διαταράξουν τον κύκλο ζωής του Plasmodium falciparum, του πιο θανατηφόρου παράσιτου της ελονοσίας, όπως αποκαλύπτουν τα αποτελέσματα της πρώτης σχετικής μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο Archives of Disease in Childhood.

Δεδομένου ότι η ελονοσία αποτελεί κίνδυνο για τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό και ότι η αντίσταση στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της συνεχίζει να αναπτύσσεται, είναι συνετό να δούμε αν υπάρχουν άλλες φυσικές πηγές που αξίζει να δοκιμάσουμε στη μάχη για την αντιμετώπιση αυτής της μάστιγας, αναφέρουν οι ερευνητές.

Θέλοντας, λοιπόν, να το διαπιστώσουν, οι επιστήμονες κάλεσαν μαθητές ενός δημοτικού σχολείου στο Λονδίνο να φέρουν δείγματα από σούπες που έτρωγαν στο σπίτι, η συνταγή για τις οποίες είχε μεταφερθεί από γενιά σε γενιά για τη θεραπεία του πυρετού.

Τα φιλτραρισμένα εκχυλίσματα 56 καθαρών ζωμών επωάστηκαν για 72 ώρες με διαφορετικές εργαστηριακές καλλιέργειες του P. falciparum, για να διαπιστωθεί αν κάποιος από αυτούς μπορούσε να σταματήσει την ανάπτυξη των σεξουαλικά ανώριμων παρασίτων που προκαλούν την ελονοσία, αλλά και να εμποδίσει τη σεξουαλική τους ωρίμανση, στάδιο στο οποίο το παράσιτο μπορεί να προσβάλει ένα κουνούπι.

Όπως αποδείχθηκε, πέντε από τους ζωμούς μπορούσαν να κάμψουν την ανάπτυξη των σεξουαλικά ανώριμων παρασίτων σε ποσοστό άνω του 50%, ενώ σε δύο από αυτoύς η ανασταλτική δραστηριότητα παρομοιάστηκε με αυτή ενός σημαντικού ανθελονοσιακού φαρμάκου, το παράγωγο της αρτεμισινίνης (Διυδροαρτεμισινίνη).

Άλλοι τέσσερις ζωμοί ήταν πάνω από 50% αποτελεσματικοί στο να εμποδίσουν τη σεξουαλική ωρίμανση, και ενδεχομένως να σταματήσουν έτσι τη μετάδοση της ελονοσίας.

Το εντυπωσιακό, μάλιστα, είναι ότι οι συνταγές των ζωμών ποίκιλλαν, χωρίς κανένα συγκεκριμένο συστατικό να βρίσκεται περισσότερο σε εκείνους με την ισχυρότερη ανθελονοσιακή δράση.

«Η χρησιμότητα κάθε ζωμού που βρέθηκε να έχει ανθελονοσιακή δράση θα εξαρτηθεί σημαντικά από την τυποποίηση της παρασκευής της σούπας, την αναγνώριση της πηγής του ενεργού συστατικού, της κλασμάτωσής του (διαχωρισμός των δομικών συστατικών του με βάση το μέγεθος και την πυκνότητά τους) και, τελικά για την εξέλιξή του, από τη λεπτομερή τοξικολογία του πρώτα με ανθρώπινα κύτταρα και τελευταία με προκλινικές δοκιμές. Πρόκειται για ένα ταξίδι που μοιάζει με αυτό της αρτεμισίνης από το βότανο Qinghao, το οποίο ίσως και να αποκαλύψει άλλη μία πιθανή πηγή αντιμολυσματικής θεραπείας», καταλήγουν σε σχόλιό τους οι ερευνητές.