Η τεχνική αυτή εντοπίζει την κίνηση της ουράς του σπερματοζωαρίου μετρώντας την ταχύτητα και τη δραστηριότητά του. Η ουρά είναι ένα τμήμα του σπερματοζωαρίου το οποίο παρέχει σημαντικές πληροφορίες που μπορούν να μας βοηθήσουν να διευκρινίσουμε αν το σπέρμα που απελευθερώνεται σε μια εκσπερμάτιση έχει πιθανότητες να φτάσει ως το ωάριο και να το γονιμοποιήσει.

Τη μέθοδο αυτή ανέπτυξε ομάδα του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ με επικεφαλής τον καθηγητή Dave Smirth από το Τμήμα Μαθηματικών, σε συνεργασία με το Κέντρο Επιστημών Αναπαραγωγικής Υγείας του Πανεπιστημίου και δημοσιεύθηκε στο Human Reproduction.

Όπως εξηγεί ο Δρ. Smith, τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι επιστήμονες για την καταμέτρηση και την ανάλυση του σπέρματος δεν έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1950.

Οι υπάρχουσες μέθοδοι ανάλυσης σπέρματος έχουν περιοριστεί είτε στην καταμέτρηση του σπέρματος που παράγεται είτε στον εντοπισμό της κεφαλής του, με αποτέλεσμα να μην έχει διαμορφωθεί σαφής εικόνα ενός υγιούς σπέρματος.

Με αυτή την εργασία, λοιπόν, επιχειρείται η εφαρμογή των τεχνολογιών του 21ου αιώνα και στον τομέα της ανδρικής γονιμότητας.

Χρησιμοποιώντας ένα συνδυασμό ψηφιακής εικόνας, μαθηματικών και δυναμικών υγρών για την ανίχνευση και τον εντοπισμό σπέρματος στα δείγματα, η ομάδα ανέπτυξε ένα λογισμικό ελεύθερης χρήσης, το λεγόμενο FAST (flagellar capture and sperm tracking), ευελπιστώντας ότι οι κλινικές ερευνητικές ομάδες σε όλο τον κόσμο θα αρχίσουν να το χρησιμοποιούν με στόχο την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συνδέεται η κινητικότητα του σπέρματος με τη γονιμότητα. Αυτή η γνώση, καταλήγουν οι συγγραφείς, θα βοηθήσει τόσο την ερευνητική όσο και την κλινική κοινότητα να αναπτύξουν νέες παρεμβάσεις για την αντιμετώπισης της ανδρικής υπογονιμότητας.

«Η αποστολή ενός σπερματοζωαρίου μέσα στο γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα είναι πραγματικά δύσκολη, γι’αυτό και η κατανόηση της σωστής κίνησης της ουράς, που είναι υπεύθυνη για την προώθηση και την καθοδήγησή του, είναι ζωτικής σημασίας για την ανδρική γονιμότητα», σχολιάζει ο Meurig Gallagher, βασικός συγγραφέας της μελέτης.