Η αίσθηση ενός ανθρώπου ότι αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα μιας καρδιακής προσβολής μπορεί τελικά να του στοιχίσει τη ζωή, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο European Journal of Cardiovascular Nursing, περιοδικό της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας (ESC).

Οι περισσότεροι θάνατοι από καρδιακή προσβολή συμβαίνουν τις πρώτες ώρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, στοιχείο που υποδηλώνει ότι η γρήγορη αντιμετώπιση είναι ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση της ροής του αίματος στις αποφραγμένες αρτηρίες και, τελικά, τη διάσωση του ασθενούς. Ο χρόνος που χρειάζεται ο ασθενής για να ερμηνεύσει και να ανταποκριθεί στα συμπτώματα, ωστόσο, είναι ο κύριος λόγος για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη μετάβαση σε νοσοκομείο και τη λήψη της φροντίδας που χρειάζεται.

Η μελέτη των ερευνητών από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Karolinska στη Στοκχόλμη της Σουηδίας περιελάμβανε 326 ασθενείς που τελούσαν υπό εντατική θεραπεία για πρώτη ή δεύτερη καρδιακή προσβολή και οι οποίοι κλήθηκαν να συμπληρώσουν το επικυρωμένο ερωτηματολόγιο με τίτλο «Αξιολόγηση, συναισθήματα και τάσεις αντίδρασης των ασθενών πριν από την αναζήτηση φροντίδας σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου – PA-AMI».

Οι ασθενείς της μελέτης περίμεναν κατά μέσο όρο τρεις ώρες πριν ζητήσουν ιατρική βοήθεια, ενώ κάποιοι καθυστερούσαν περισσότερο από 24 ώρες. Τι συνέβη κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος; Αυτή η μελέτη εντοπίζει, για πρώτη φορά, δύο γενικές αντιδράσεις.
Όπως αποδείχθηκε από τη μελέτη, η αντίληψη περί της αδυναμίας αντίδρασης είχε σημαντικό αντίκτυπο στους ασθενείς που περίμεναν περισσότερο από 12 ώρες. «Έχασα κάθε δύναμη να ενεργήσω όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα», «Δεν ήξερα τι να κάνω όταν άρχισαν τα συμπτώματα», «Τα συμπτώματα με έκαναν να παραλύσω» και «Ένιωθα ότι είχα χάσει τον έλεγχο του εαυτού όταν εκδηλώθηκαν τα συμπτώματα», δήλωσαν χαρακτηριστικά ορισμένοι από αυτούς.

«Αυτή η αδράνεια κατά τη διάρκεια των συνεχιζόμενων συμπτωμάτων της καρδιακής προσβολής δεν είχε αποδειχθεί ή μελετηθεί μέχρι τώρα, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να μην ξέρουμε γιατί κάποιοι ασθενείς αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο. Ίσως η συμπεριφορά αυτή να συνδέεται με φόβο ή άγχος, κάτι που πρέπει να αποτελέσει ένα νέο στοιχείο στην εκπαίδευση των ανθρώπων για το τι πρέπει να κάνουν όταν έχουν συμπτώματα καρδιακής προσβολής», δήλωσε η συγγραφέας της μελέτης Δρ. Carolin Nymark.

Η ανακριβής αξιολόγηση των συμπτωμάτων επηρέασε ιδιαίτερα αυτούς που καθυστέρησαν περισσότερο από δώδεκα ώρες. Όπως σημείωσαν, χρειάστηκε πολύς χρόνος για να κατανοήσουν τα συμπτώματά τους, νόμισαν ότι επρόκειτο για κάτι παροδικό, ότι δεν ήταν αρκετά σοβαρό για να καλέσουν βοήθεια και ότι θα ήταν δύσκολο να αναζητήσουν ιατρική περίθαλψη.

Αντίθετα, οι ασθενείς που αναγνώρισαν με ακρίβεια τα συμπτώματα της καρδιακής προσβολής και ζήτησαν άμεσα ιατρική βοήθεια έδειχναν γενικότερη επιθυμία να αναζητήσουν φροντίδα, ήξεραν ότι τα συμπτώματα ήταν σοβαρά, αλλά και πού έπρεπε να απευθυνθούν για να λάβουν βοήθεια. Επίσης, δεν προσπάθησαν να αγνοήσουν τα συμπτώματα.

Προειδοποιητικό σημάδι για την καρδιακή προσβολή αποτελεί η μέτρια έως σοβαρή ενόχληση που περιλαμβάνει πόνο στο στήθος, το λαιμό, τον αυχένα, την πλάτη, το στομάχι ή τους ώμους και διαρκεί περισσότερο από 15 λεπτά. Συχνά συνοδεύεται από ναυτία, κρύο ιδρώτα, αδυναμία, δύσπνοια ή φόβο. «Ένα άλλο σημάδι κινδύνου καρδιακής προσβολής είναι η αίσθηση ότι δεν έχετε καμία δύναμη να αντιδράσετε στα συμπτώματά σας. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει μια πραγματική απειλή για την υγεία και την ανάγκη να καλέσετε ένα ασθενοφόρο», επισήμανε η Δρ. Nymark.

Όπως τονίζουν οι ειδικοί, αυτό το νέο στοιχείο που αναδείχθηκε από τη μελέτη θα μπορούσε να συζητηθεί σε ένα προγραμματισμένο ραντεβού με τον γιατρό από τα άτομα με παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά και σε προγράμματα καρδιακής αποκατάστασης για επιζώντες από καρδιακή προσβολή. Επιπλέον, το ερωτηματολόγιο της μελέτης θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση ασθενών που σε προηγούμενη παρόμοια κατάσταση είχαν αδυναμία να ενεργήσουν ή να αξιολογήσουν σωστά τα συμπτώματα.

«Τα ευρήματά μας είναι ανησυχητικά, διότι ακόμη και μια μικρή μείωση στον χρόνο της καθυστέρησης θα μπορούσε να σώσει τους καρδιακούς μύες και τελικά τη ζωή του ασθενή. Η μείωση της καθυστέρησης των ασθενών φαίνεται να αποτελεί ένα πολύπλοκο ζήτημα, γι’αυτό και πρέπει να βρούμε καινοτόμους τρόπους ενημέρωσης και εκπαίδευσης των ασθενών και του κοινού», σχολίασε η Δρ. Nymark, καταλήγοντας στην προτροπή ότι αν κάποιος έχει συμπτώματα που μπορεί να οφείλονται σε καρδιακή προσβολή, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τα αγνοήσει, αλλά αντιθέτως να ζητήσει αμέσως βοήθεια.