Η  κετογονική δίαιτα, αλλά και η διαλειμματική νηστεία, είναι αρκετά δημοφιλείς και έχουν αρκετούς ακόλουθους που έχουν στόχο την απώλεια κιλών. Πόσο αποτελεσματικές είναι όμως για τα δύο φύλα; Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Riverside της Καλιφόρνια αποφάσισαν να μελετήσουν την αποτελεσματικότητα αυτών των δύο τύπων διατροφής στα δύο φύλα σε μοριακό επίπεδο.

Όσον αφορά την κετογονική δίαιτα, η οποία περιλαμβάνει χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων και υψηλή πρόσληψη λίπους και πρωτεϊνών, θεωρείται ότι στρέφει τον οργανισμό στη χρήση του λίπους ως καύσιμο, οδηγώντας σε απώλεια βάρους.

Είναι το πιο διαδεδομένο διατροφικό σχήμα αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά, γεγονός που την καθιστά πολύ εύληπτη, αλλά είναι πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες. Η μείωση των υδατανθράκων οδηγεί τον οργανισμό σε κέτωση κατά τη διάρκεια της οποίας το σώμα μετατρέπει το λίπος σε πηγή ενέργειας, αφού η γλυκόζη (το κύριο καύσιμο για το σώμα και το μυαλό) έχει ήδη εξαντληθεί.

Οι ερευνητές θέλησαν να διερευνήσουν τα συγκεκριμένα γονίδια ή τις πρωτεΐνες  που αυτά εκφράζουν και συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα αυτών των τύπων διατροφής.

Όσον αφορά τα πειράματα σε ποντίκια, φαίνεται πως υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της κετογονικής δίαιτας στα θηλυκά και τα αρσενικά ποντίκια: «Η κετογονική δίαιτα φαίνεται πως δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική για τις γυναίκες, επειδή οι γυναίκες μεταβολίζουν το λίπος διαφορετικά, με διαφορετικά γονίδια να ενεργοποιούνται και να απενεργοποιούνται ως μια αντίδραση του οργανισμού στην πρόσληψη τροφής» σημειώνει η καθηγήτρια κυτταρικής βιολογίας Frances Sladek.

Σύμφωνα με την διερεύνηση των επιστημόνων σχετικά με αυτή τη μεταβολική διαφοροποιήση, το κλειδί φαίνεται πως είναι η πρωτεΐνη  HNF4, που βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στο ήπαρ. Αποτελεί έναν παράγοντα μεταγραφής, ο οποίος μετατρέπει το DNA σε RNA, το οποίο στη συνέχεια μετατρέπεται σε νέες πρωτεΐνες, και έρχεται σε δύο μορφές, P1 ή P2.

Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου αρχικά διερεύνησε την P2 ως μια προκαρκινική πρωτεΐνη. Δεν διαπίστωσαν παρόλα αυτά κάποια σύνδεση με την εμφάνιση προκαρκινικών αλλοιώσεων, όμως παρατήρησαν ότι τα ποντίκια με υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης P2 στο ήπαρ είχαν επίσης διαφορετικά γονίδια που έλεγχαν τον μεταβολισμό. Διαπίστωσαν επίσης ότι τα επίπεδα της πρωτεΐνης P2 αυξάνονται αργότερα μέσα στην ημέρα, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα ποντίκια δεν έπαιρναν αρκετό βάρος σε περίπτωση που ο χρόνος σίτισής τους ήταν περιορισμένος – ακόμα κι αν έτρωγαν πολύ.

Τελικά, ένα συγκεκριμένο ένζυμο θα μπορούσε να προκαλέσει την εναλλαγή μεταξύ P1 και P2, κάτι που θα μπορούσε στη συνέχεια να ενεργοποιήσει τη διαδικασία καύσης του λίπους. Πρόκειται για μια αλυσιδωτή αντίδραση που προσπαθούν να διερευνήσουν και να τεκμηριώσουν οι επιστήμονες.

Είναι βέβαιο ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα για τον διαφορετικό τρόπο που ο ανδρικός και ο γυναικείος οργανισμός ανταποκρίνεται στην κετογονική διατροφή και την διαλλειματική νηστεία.

Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αν μια δίαιτα είναι πιο αποτελεσματική για κάποιο από τα δύο φύλα οι ερευνητές συστήνουν να αποφεύγουμε τις υπερβολές όταν ακολουθούμε τέτοιου είδους τύπους  διατροφής καθώς δεν είναι σαφές εάν όλο το λίπος μεταβολίζεται ή εάν ένα μεγάλο μέρος του απλώς συσσωρεύεται στο σώμα. Υπενθυμίζουν δε ότι σε μια κετογονική διατροφή το ποσοστό λίπους μπορεί να ανέρχεται σε 70-80% ,ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό.

Το πιο σημαντικό πράγμα που αφορά την απώλεια βάρους επισημαίνουν είναι η συνολική ποσότητα που τρώμε, το είδος των τροφών και η ώρα της ημέρας που καταναλώνουμε το φαγητό.

Διαβάστε επίσης: 

Κετογονική, διαλειμματική και άλλες πέντε δίαιτες στο μικροσκόπιο

Η δίαιτα που φέρνει τα πάνω – κάτω στο έντερο